Το Ζήτημα του Ονόματος της ΠΓΔΜ
Το ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας
δεν είναι απλώς μια διαφορά περί ιστορικών γεγονότων ή συμβόλων.
Πρόκειται για τη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών, της
Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η οποία
αντιστρατεύεται τις θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς έννομης τάξης, και
πιο συγκεκριμένα τον σεβασμό της καλής γειτονίας, της κυριαρχίας και της
εδαφικής ακεραιότητας.
Υπό το πρίσμα αυτό, το ζήτημα του
ονόματος είναι ένα πρόβλημα με περιφερειακή και διεθνή διάσταση, το
οποίο συνίσταται στην προώθηση αλυτρωτικών και εδαφικών βλέψεων εκ
μέρους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με κύριο όχημα την πλαστογράφηση της ιστορίας και την οικειοποίηση της εθνικής και ιστορικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Το ζήτημα του ονόματος προέκυψε το 1991, όταν η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας αποσχίστηκε από την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της υπό το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Το ζήτημα του ονόματος προέκυψε το 1991, όταν η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας αποσχίστηκε από την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της υπό το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία», ο οποίος
σημειωτέον είναι ελληνική λέξη, αναφέρεται στο Βασίλειο και τον
πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και
αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και
πολιτιστικής κληρονομιάς.
Γεωγραφικά, ο όρος αυτός αναφέρεται σε
μια ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται στο σημερινό έδαφος διαφόρων
βαλκανικών χωρών, με το μεγαλύτερο τμήμα της να βρίσκεται στην Ελλάδα
και άλλα μικρότερα τμήματά της στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας,
τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Ο κύριος κορμός της αρχαίας Μακεδονίας
κείται εντός των σημερινών ελληνικών συνόρων και καταλαμβάνει το βόρειο
τμήμα της ελληνικής επικράτειας που ονομάζεται Μακεδονία. Στην περιοχή
αυτή ζουν σήμερα περίπου 2,5 εκατομμύρια Έλληνες, οι οποίοι θεωρούν και
αποκαλούν τους εαυτούς τους Μακεδόνες από παλαιοτάτων χρόνων.
Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται στην επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και στη συνέχεια σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται στην επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και στη συνέχεια σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
Ο Στρατάρχης Τίτο είχε βεβαίως πολλούς
λόγους να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, με κυριότερο την πρόθεσή του να
θεμελιώσει μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας στην
ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και να εξασφαλίσει διέξοδο στο Αιγαίο.
Οι βλέψεις του Στρατάρχη Τίτο στην ευρύτερη Μακεδονία είχαν επιβεβαιωθεί
ήδη από το 1944, όταν ανήγγειλε δημόσια ότι στόχος του ήταν να
επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και
1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».
Τον Δεκέμβριο του 1944 τηλεγράφημα του State Department
προς αμερικανικές Αρχές, με υπογραφή του τότε αμερικανού Υπουργού
Εξωτερικών Stettinius, έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι: « Η (αμερικανική)
Κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές του τύπου μακεδονικό «έθνος», μακεδονική
«Μητέρα Πατρίδα» ή μακεδονική «εθνική συνείδηση» αποτελούν αδικαιολόγητη
δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και
βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει
επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας».
Σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991, βασίζοντας την ύπαρξη της ως ανεξάρτητο κράτος στην τεχνητή και ψευδεπίγραφη έννοια του «μακεδονικού έθνους», η οποία καλλιεργήθηκε συστηματικά μέσω της πλαστογράφησης της ιστορίας και της καπηλείας της αρχαίας Μακεδονίας, για λόγους καθαρής πολιτικής σκοπιμότητας.
Σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991, βασίζοντας την ύπαρξη της ως ανεξάρτητο κράτος στην τεχνητή και ψευδεπίγραφη έννοια του «μακεδονικού έθνους», η οποία καλλιεργήθηκε συστηματικά μέσω της πλαστογράφησης της ιστορίας και της καπηλείας της αρχαίας Μακεδονίας, για λόγους καθαρής πολιτικής σκοπιμότητας.
Η Ελλάδα αντέδρασε έντονα στην υποκλοπή
της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς και στις υφέρπουσες
εδαφικές και αλυτρωτικές βλέψεις της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και το θέμα ήλθε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο με δύο αποφάσεις του [817(1993) και 845(1993)] συνιστά την εξεύρεση ταχείας διευθέτησης για το καλό των ειρηνικών σχέσεων και της καλής γειτονίας στην περιοχή.
Το 1993, κατόπιν της σύστασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε δεκτή, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, στα Ηνωμένα Έθνη με αυτήν την προσωρινή ονομασία έως ότου εξευρεθεί μια συμφωνημένη λύση.
Το 1995, η Ελλάδα και η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας συνομολόγησαν μια Ενδιάμεση Συμφωνία,
η οποία επέβαλε έναν δεσμευτικό «κώδικα συμπεριφοράς». Επί τη βάσει
της Ενδιάμεσης Συμφωνίας τα δύο μέρη άρχισαν διαπραγματεύσεις υπό την
αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Κατά το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνία η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας παραβιάζει συστηματικά το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας και, βεβαίως, τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από αυτήν:
Κατά το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνία η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας παραβιάζει συστηματικά το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας και, βεβαίως, τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από αυτήν:
• προβάλλοντας μεγαλοϊδεατικές εδαφικές
βλέψεις κατά της Ελλάδας, μέσω της απεικόνισης σε χάρτες, σχολικά
εγχειρίδια, βιβλία ιστορίας κλπ. ελληνικών εδαφών στην εδαφική
επικράτεια μιας «μεγάλης» Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της
Μακεδονίας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4 και 7.1,
• ενισχύοντας αλυτρωτικές διεκδικίσεις
και υποδαυλίζοντας εθνικιστικά αισθήματα εντός της ελληνικής
επικράτειας, κατά παράβαση του άρθρου 6.2,
• χρησιμοποιώντας την ονομασία
«Δημοκρατία της Μακεδονίας» στους διεθνείς οργανισμούς,
συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Εθνών, στους οποίους έχει
προσχωρήσει υπό την προϋπόθεση να χρησιμοποιεί την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας,
κατά παράβαση της σχετικής δεσμεύσεως που προβλέπει το άρθρο 11.1
(ακόμα και από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών ο τότε Πρόεδρος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας είχε δηλώσει ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης ότι «το όνομα της χώρας μου είναι και θα είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας»),
• χρησιμοποιώντας σύμβολα, όπως ο Ήλιος
της Βεργίνας, η χρήση των οποίων απαγορεύεται από τη Συμφωνία σύμφωνα με
το άρθρο 7.2, καθώς και άλλα σύμβολα που ανήκουν στην ελληνική ιστορική
και πολιτιστική κληρονομιά (μετονομασία αεροδρομίου Σκοπίων σε
«Αλέξανδρος Μακεδών», έγερση αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του
Φιλίππου, ονομασία οδικού άξονα Χ, κατά το τμήμα του που διέρχεται από
την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ως «Αλέξανδρος ο
Μακεδών» κλπ.),
• προβαίνοντας ή ανεχόμενη προκλητικές
ενέργειες, οι οποίες υποδαυλίζουν εχθρότητα και φανατισμό, όπως η
παραποίηση της ελληνικής σημαίας και η αντικατάσταση του χριστιανικού
σταυρού με τη ναζιστική σβάστικα, οι προπηλακισμοί κατά ελληνικών
επιχειρήσεων, επιχειρηματιών και τουριστών, κλπ., κατά παράβαση του
άρθρου 7.1.
Βασική αρχή κάθε διαπραγμάτευσης μεταξύ
κρατών είναι ότι τα εμπλεκόμενα μέρη πρέπει να διαπραγματεύονται με καλή
πίστη και εποικοδομητικό πνεύμα και να εξαντλούν κάθε δυνατότητα
προκειμένου να καταλήξουν σε συμβιβαστική λύση.
Η Ελλάδα, επιδεικνύοντας το απαιτούμενο
εποικοδομητικό πνεύμα, προέβη σε ένα μείζον συμβιβαστικό βήμα,
αποδεχόμενη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και χρήση έναντι
όλων (erga omnes).
Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας
δεν έχει μέχρι στιγμής ανταποκριθεί στη συμβιβαστική αυτή χειρονομία
της Ελλάδας και εμμένει κατά τρόπο αδιάλλακτο στην αρχική θέση της, την
οποία προσπαθεί να επιβάλει de facto διεθνώς, με αποτέλεσμα να μην έχει
σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται επί
16 χρόνια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.
Είναι προφανές ότι η στάση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν επιτρέπει την ολοκλήρωση της ενταξιακής της πορείας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι οι δύο αυτοί οργανισμοί στηρίζονται στις θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ των οποίων και η αρχή της καλής γειτονίας, τις οποίες η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν σέβεται.
Είναι προφανές ότι η στάση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν επιτρέπει την ολοκλήρωση της ενταξιακής της πορείας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι οι δύο αυτοί οργανισμοί στηρίζονται στις θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ των οποίων και η αρχή της καλής γειτονίας, τις οποίες η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν σέβεται.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, τον Απρίλιο του 2008, τα μέλη της Συμμαχίας αποφάσισαν με συλλογική και ομόφωνη απόφαση ότι θα απευθυνθεί πρόσκληση στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για ένταξή της εφόσον λυθεί το ζήτημα του ονόματος κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό.
Ομοίως από πλευράς ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2008, με συλλογική και ομόφωνη απόφασή του,
αποφάσισε ότι η λύση του ζητήματος του ονόματος κατά τρόπο αμοιβαίως
αποδεκτό αποτελεί θεμελιώδη αναγκαιότητα προκειμένου να γίνουν περαιτέρω
βήματα στην ενταξιακή πορεία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας προς την ΕΕ.
Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας προσέφυγε
στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας, κατηγορώντας την ότι
παραβίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία με το αιτιολογικό ότι η ίδια, δήθεν,
το 2008, παρεμπόδισε την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Στην πραγματικότητα, όμως, η Ελλάδα όχι μόνον δεν αντιτίθεται στην ευρωπαϊκή και ευρω-Ατλαντική προοπτική της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αλλά αντιθέτως την υποστηρίζει. Με ελληνική συναίνεση η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας
απέκτησε καθεστώς υποψηφίας χώρας στην ΕΕ και έφθασε στα πρόθυρα της
ένταξης στο ΝΑΤΟ. Επίσης με ελληνική συναίνεση καταργήθηκε το καθεστώς
των θεωρήσεων για τους πολίτες της γειτονικής χώρας. Βασική όμως
αντικειμενική προϋπόθεση για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής
και ευρω-ατλαντικής πορείας κάθε υποψηφίου κράτους είναι να ασπάζεται
και να σέβεται στην πράξη τις θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες
στηρίζεται ο οργανισμός στον οποίο επιδιώκει την ένταξή του, και ιδίως
την αρχή της καλής γειτονίας που αποτελεί τη βάση μιας εταιρικής ή
συμμαχικής σχέσης μεταξύ κρατών.
Αντί η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας να
αναγνωρίσει και να εκτιμήσει την ελληνική υποστήριξη στην ευρωπαϊκή και
ευρω-ατλαντική της πορεία, συνήθως απαντά στις ελληνικές υποστηρικτικές
χειρονομίες με νέες προκλήσεις και σκλήρυνση της στάσης της.
H σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό που θα ισχύει έναντι όλων αποτελεί την καλύτερη δυνατή βάση για την εξεύρεση ενός έντιμου συμβιβασμού αμοιβαίως επωφελούς που δεν θα δημιουργεί νικητές και ηττημένους, αλλά θα θέτει τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας υγιούς και σταθερής διμερούς σχέσης που θα βασίζεται στην αρχή του σεβασμού της καλής γειτονίας και θα ενισχύσει την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
H σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό που θα ισχύει έναντι όλων αποτελεί την καλύτερη δυνατή βάση για την εξεύρεση ενός έντιμου συμβιβασμού αμοιβαίως επωφελούς που δεν θα δημιουργεί νικητές και ηττημένους, αλλά θα θέτει τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας υγιούς και σταθερής διμερούς σχέσης που θα βασίζεται στην αρχή του σεβασμού της καλής γειτονίας και θα ενισχύσει την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Η Ελλάδα επιθυμεί και επιδιώκει την
ταχύτερη δυνατή επίλυση του ζητήματος του ονόματος κατά τρόπο αμοιβαίως
αποδεκτό, σαφή και οριστικό, ο οποίος δεν θα δημιουργεί εστίες
μελλοντικών τριβών.
Η ελληνική Κυβέρνηση καταβάλλει κάθε
δυνατή προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή και απόδειξη τούτου αποτελούν
οι αλλεπάλληλες επαφές στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο που
πραγματοποιούνται με πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς.
Παρά την ύπαρξη του σοβαρού αυτού
ζητήματος που επηρεάζει τις σχέσεις των δύο χωρών, η Ελλάδα εξακολουθεί
να έχει εξέχουσα οικονομική παρουσία στη γειτονική χώρα, η οποία
συμβάλλει ουσιαστικά και σημαντικά στην ανάπτυξή της, με τη δημιουργία
θέσεων εργασίας, τη οικοδόμηση υποδομών κλπ.
Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος θα
άρει ένα σημαντικό σημείο τριβής στις σχέσεις των δύο χωρών και θα
επιτρέψει την πλήρη αξιοποίηση του μεγάλου δυναμικού που ενέχει η
συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών.
================================
Κυπριακό
Το Κυπριακό ζήτημα έχει βαθειές ιστορικές ρίζες. Η έναρξη, όμως, της σύγχρονης φάσης του σηματοδοτείται από την παράνομη τουρκική εισβολή, (Ιούλιος-Αύγουστος 1974) και την κατοχή έκτοτε του 37% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Από το 1974 έως σήμερα το Κυπριακό ζήτημα, παραμένει κλασική περίπτωση διεθνούς προβλήματος εισβολής και κατοχής από ξένες δυνάμεις, εδάφους Κράτους Μελους των Η.Ε. και της Ε.Ε., σε ευθεία παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών αλλά και πληθώρας Αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών.
Η Τουρκία αρνείται να αποσύρει τις παράνομες στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής από την Κύπρο, οι οποίες, σύμφωνα με τουρκικές δηλώσεις, ανέρχονται στους 43.000 άνδρες. Το Κυπριακό συνιστά, επίσης, χαρακτηριστική περίπτωση συνεχούς, κατάφωρης και μαζικής παραβίασης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών από την Τουρκία. Συγκεκριμένα, η Τουρκία παραβιάζει τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, των αγνοουμένων και των συγγενών τους καθώς και των εγκλωβισμένων στο κατεχόμενο τμήμα της νήσου, ενώ προβαίνει με συστηματικό τρόπο σε παράνομο εποικισμό και καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου.
Τον Νοέμβριο 1983, η τουρκική πλευρά προχώρησε σε μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Με τις Αποφάσεις 541/1983 και 550/1984, το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε την παράνομη αυτή μονομερή ενέργεια, ζητώντας την απόσυρσή της και καλώντας όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν ή βοηθήσουν καθ΄οιονδήποτε τρόπο.
Στόχος των διαπραγματεύσεων συνολικής επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος,όπως αποτυπώνεται στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, είναι η επανένωση της νήσου, υπό τη μορφή διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα όπως ορίζεται στις εν λόγω Αποφάσεις, μία διεθνή προσωπικότητα, μία κυριαρχία και μία ιθαγένεια.
Επιπλέον, μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή ¨Ενωση, το 2004, η όποια λύση θα πρέπει να είναι απολύτως συμβατή με το θεσμικό και νομικό πλαίσιο της ΕΕ και να διασφαλίζει την συνέχεια της αποτελεσματικής συμμετοχής της Κύπρου στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
Η πιο πρόσφατη διαπραγματευτική προσπάθεια στο Κυπριακό, ξεκίνησε, ως αποτέλεσμα κυρίως ελληνοκυπριακών πρωτοβουλιών, τον Σεπτέμβριο 2008, υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Οι συνομιλίες εστιάσθηκαν επί μακρόν σε θέματα κυρίως διακυβέρνησης, ΕΕ και οικονομίας, καμία όμως ουσιαστική πρόοδος δεν κατέστη δυνατή σε καίρια θέματα όπως το Περιουσιακό, ενώ η τουρκοκυπριακή πλευρά, κατά πάγια τακτική της, αρνήθηκε να διαπραγματευθεί το Εδαφικό, την αποχώρηση των παράνομων εποίκων και τα ζητήματα ασφάλειας και εγγυήσεων εφαρμογής μιάς συμφωνίας λύσης. Μετά από την ανάληψη της τουρκοκυπριακής ηγεσίας από τον κ. Ντερβίς ΄Ερογλου, τον Απρίλιο 2010, ακολούθησε μακρά περίοδος τουρκοκυπριακής κωλυσιεργίας, υπαναχωρήσεων και επίδειξης αδιαλλαξίας, μέχρι τον Μάρτιο 2012, όταν ο κ. ΄Ερογλου πάγωσε ουσιαστικά τις διαπραγματεύσεις, αρνούμενος να συνεχίσει τις απευθείας συνομιλίες με τον τότε Κύπριο Πρόεδρο Χριστόφια.
Δυστυχώς, παρά την ρητορική στήριξη της ΄Αγκυρας στις διαπραγματεύσεις, η πραγματική της θέση αποτυπώνεται στις κατά καιρούς δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων περί «δύο λαών και κρατών», μη επιστροφής της Μόρφου και άλλων κατεχομένων εδαφών, παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο στο διηνεκές, ανάγκης για αλλαγή της βάσης των διαπραγματεύσεων προς χάριν αναζήτησης «εναλλακτικών» διχοτομικών «λύσεων».
Επί πλέον, παρά τις υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας της Άγκυρας, Δήλωση ΕΕ 21ης Σεπτεμβρίου 2005), η Τουρκία, εμμένει στην άρνησή της να εξομαλύνει τις σχέσεις της και αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία,
Με απειλές και άλλες παράνομες ενέργειες, αμφισβητεί επίσης την κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και επιχειρεί, ματαίως, να αποτρέψει την άσκηση των κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων επ’ αυτής.
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Για την Ελλάδα, ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και η εξεύρεση συνολικής και συμπεφωνημένης λύσης του κυπριακού προβλήματος, επί τη βάσει των Αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών και της ιδιότητας της Κύπρου ως Κράτους Μέλους της ΕΕ, αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα της εξωτερικής της πολιτικής.
Η επίλυση του Κυπριακού, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την πλήρη εξομάλυνση των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας.
Θεμέλιος λίθος της πολιτικής της Ελλάδας στο Κυπριακό, πηγή και εγγύηση της συμβολής της στις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος και της εν γένει αποτελεσματικότητάς της, είναι η διαρκής συνεργασία και ο συντονισμός με τον εκάστοτε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και την εκάστοτε κυπριακή κυβέρνηση, σε όλα τα επίπεδα.
Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού, ουδόλως συνδέονται με κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οριοθέτησης, ερευνών και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.
Τα κυπριακά αυτά δικαιώματα απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, αναγνωρίζονται δε από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, με μόνη εξαίρεση την Τουρκία.
Οι απειλές της Τουρκίας σε βάρος αυτών των δικαιωμάτων και οι παράνομες ενέργειές της στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη είναι απαράδεκτες.
Η Ελλάδα υποστηρίζει απόλυτα την άσκηση των δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.
Είναι κατηγορηματικά αντίθετη σε ενέργειες και μέτρα που αναβαθμίζουν τις «αρχές» της παράνομης αποσχιστικής οντότητας. Η λεγόμενη διεθνής «απομόνωση» της τουρκοκυπριακής κοινότητας, είναι συνέπεια της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής και της παράνομης ανακήρυξης της αποσχιστικής οντότητας στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.
Από το 1974 έως σήμερα το Κυπριακό ζήτημα, παραμένει κλασική περίπτωση διεθνούς προβλήματος εισβολής και κατοχής από ξένες δυνάμεις, εδάφους Κράτους Μελους των Η.Ε. και της Ε.Ε., σε ευθεία παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών αλλά και πληθώρας Αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών.
Η Τουρκία αρνείται να αποσύρει τις παράνομες στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής από την Κύπρο, οι οποίες, σύμφωνα με τουρκικές δηλώσεις, ανέρχονται στους 43.000 άνδρες. Το Κυπριακό συνιστά, επίσης, χαρακτηριστική περίπτωση συνεχούς, κατάφωρης και μαζικής παραβίασης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών από την Τουρκία. Συγκεκριμένα, η Τουρκία παραβιάζει τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, των αγνοουμένων και των συγγενών τους καθώς και των εγκλωβισμένων στο κατεχόμενο τμήμα της νήσου, ενώ προβαίνει με συστηματικό τρόπο σε παράνομο εποικισμό και καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου.
Τον Νοέμβριο 1983, η τουρκική πλευρά προχώρησε σε μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Με τις Αποφάσεις 541/1983 και 550/1984, το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε την παράνομη αυτή μονομερή ενέργεια, ζητώντας την απόσυρσή της και καλώντας όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν ή βοηθήσουν καθ΄οιονδήποτε τρόπο.
Στόχος των διαπραγματεύσεων συνολικής επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος,όπως αποτυπώνεται στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, είναι η επανένωση της νήσου, υπό τη μορφή διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα όπως ορίζεται στις εν λόγω Αποφάσεις, μία διεθνή προσωπικότητα, μία κυριαρχία και μία ιθαγένεια.
Επιπλέον, μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή ¨Ενωση, το 2004, η όποια λύση θα πρέπει να είναι απολύτως συμβατή με το θεσμικό και νομικό πλαίσιο της ΕΕ και να διασφαλίζει την συνέχεια της αποτελεσματικής συμμετοχής της Κύπρου στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
Η πιο πρόσφατη διαπραγματευτική προσπάθεια στο Κυπριακό, ξεκίνησε, ως αποτέλεσμα κυρίως ελληνοκυπριακών πρωτοβουλιών, τον Σεπτέμβριο 2008, υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Οι συνομιλίες εστιάσθηκαν επί μακρόν σε θέματα κυρίως διακυβέρνησης, ΕΕ και οικονομίας, καμία όμως ουσιαστική πρόοδος δεν κατέστη δυνατή σε καίρια θέματα όπως το Περιουσιακό, ενώ η τουρκοκυπριακή πλευρά, κατά πάγια τακτική της, αρνήθηκε να διαπραγματευθεί το Εδαφικό, την αποχώρηση των παράνομων εποίκων και τα ζητήματα ασφάλειας και εγγυήσεων εφαρμογής μιάς συμφωνίας λύσης. Μετά από την ανάληψη της τουρκοκυπριακής ηγεσίας από τον κ. Ντερβίς ΄Ερογλου, τον Απρίλιο 2010, ακολούθησε μακρά περίοδος τουρκοκυπριακής κωλυσιεργίας, υπαναχωρήσεων και επίδειξης αδιαλλαξίας, μέχρι τον Μάρτιο 2012, όταν ο κ. ΄Ερογλου πάγωσε ουσιαστικά τις διαπραγματεύσεις, αρνούμενος να συνεχίσει τις απευθείας συνομιλίες με τον τότε Κύπριο Πρόεδρο Χριστόφια.
Δυστυχώς, παρά την ρητορική στήριξη της ΄Αγκυρας στις διαπραγματεύσεις, η πραγματική της θέση αποτυπώνεται στις κατά καιρούς δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων περί «δύο λαών και κρατών», μη επιστροφής της Μόρφου και άλλων κατεχομένων εδαφών, παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο στο διηνεκές, ανάγκης για αλλαγή της βάσης των διαπραγματεύσεων προς χάριν αναζήτησης «εναλλακτικών» διχοτομικών «λύσεων».
Επί πλέον, παρά τις υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας της Άγκυρας, Δήλωση ΕΕ 21ης Σεπτεμβρίου 2005), η Τουρκία, εμμένει στην άρνησή της να εξομαλύνει τις σχέσεις της και αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία,
Με απειλές και άλλες παράνομες ενέργειες, αμφισβητεί επίσης την κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και επιχειρεί, ματαίως, να αποτρέψει την άσκηση των κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων επ’ αυτής.
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Για την Ελλάδα, ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και η εξεύρεση συνολικής και συμπεφωνημένης λύσης του κυπριακού προβλήματος, επί τη βάσει των Αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών και της ιδιότητας της Κύπρου ως Κράτους Μέλους της ΕΕ, αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα της εξωτερικής της πολιτικής.
Η επίλυση του Κυπριακού, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την πλήρη εξομάλυνση των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας.
Θεμέλιος λίθος της πολιτικής της Ελλάδας στο Κυπριακό, πηγή και εγγύηση της συμβολής της στις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος και της εν γένει αποτελεσματικότητάς της, είναι η διαρκής συνεργασία και ο συντονισμός με τον εκάστοτε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και την εκάστοτε κυπριακή κυβέρνηση, σε όλα τα επίπεδα.
Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού, ουδόλως συνδέονται με κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οριοθέτησης, ερευνών και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.
Τα κυπριακά αυτά δικαιώματα απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, αναγνωρίζονται δε από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, με μόνη εξαίρεση την Τουρκία.
Οι απειλές της Τουρκίας σε βάρος αυτών των δικαιωμάτων και οι παράνομες ενέργειές της στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη είναι απαράδεκτες.
Η Ελλάδα υποστηρίζει απόλυτα την άσκηση των δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.
Είναι κατηγορηματικά αντίθετη σε ενέργειες και μέτρα που αναβαθμίζουν τις «αρχές» της παράνομης αποσχιστικής οντότητας. Η λεγόμενη διεθνής «απομόνωση» της τουρκοκυπριακής κοινότητας, είναι συνέπεια της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής και της παράνομης ανακήρυξης της αποσχιστικής οντότητας στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.
==============================
Ζητήματα Ελληνοτουρκικών Σχέσεων
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η
Τουρκία εγκαινίασε μια συστηματική πολιτική αμφισβητήσεων και
διεκδικήσεων σε βάρος της κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και
των διεθνών αρμοδιοτήτων της Ελλάδας στον θαλάσσιο, νησιωτικό και
εναέριο χώρο.
Σκοπός της νεοπαγούς αυτής τουρκικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας ήταν και είναι η μεταβολή του εδαφικού status quo, που προβλέπεται σε διεθνείς συνθήκες, με κεντρικό άξονα τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, καθώς και του νομικού καθεστώτος στον θαλάσσιο και εναέριο χώρο που πηγάζει από το διεθνές δίκαιο και δη το ισχύον δίκαιο της θάλασσας.
Η έναρξη της πολιτικής αυτής, η οποία άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις που διαρκεί μέχρι σήμερα, σηματοδοτείται από την εμφάνιση των πρώτων διεκδικήσεων σε βάρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας το 1973 και της πρώτης αμφισβήτησης του εύρους του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου το 1975.
Η νέα αυτή τουρκική πολιτική κατά της Ελλάδας συνέπεσε με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και την κατοχή του βόρειου τμήματός της (Ιούλιος 1974), που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με καθοριστικές επιπτώσεις στις σχέσεις των δύο χωρών και στην επαύξηση της έντασης.
Έκτοτε η Τουρκία άρχισε να πλέκει έναν καμβά συνεχώς αυξανόμενων αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων που έφεραν τις δύο χώρες ακόμα και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης (κρίση Μαρτίου 1987 και κρίση Ιμίων Ιανουαρίου 1996).
Με άξονα τη διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (1973), και την κρίση που επακολούθησε φέρνοντας τις δύο χώρες σε έντονη αντιπαράθεση, της οποίας επιλήφθηκε τελικώς, κατόπιν ελληνικής πρωτοβουλίας, τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όσο και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Τουρκία άρχισε σταδιακά να θέτει σε εφαρμογή την πολιτική των επαυξανόμενων αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων που σταδιακά περιέλαβε:
Σκοπός της νεοπαγούς αυτής τουρκικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας ήταν και είναι η μεταβολή του εδαφικού status quo, που προβλέπεται σε διεθνείς συνθήκες, με κεντρικό άξονα τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, καθώς και του νομικού καθεστώτος στον θαλάσσιο και εναέριο χώρο που πηγάζει από το διεθνές δίκαιο και δη το ισχύον δίκαιο της θάλασσας.
Η έναρξη της πολιτικής αυτής, η οποία άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις που διαρκεί μέχρι σήμερα, σηματοδοτείται από την εμφάνιση των πρώτων διεκδικήσεων σε βάρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας το 1973 και της πρώτης αμφισβήτησης του εύρους του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου το 1975.
Η νέα αυτή τουρκική πολιτική κατά της Ελλάδας συνέπεσε με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και την κατοχή του βόρειου τμήματός της (Ιούλιος 1974), που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με καθοριστικές επιπτώσεις στις σχέσεις των δύο χωρών και στην επαύξηση της έντασης.
Έκτοτε η Τουρκία άρχισε να πλέκει έναν καμβά συνεχώς αυξανόμενων αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων που έφεραν τις δύο χώρες ακόμα και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης (κρίση Μαρτίου 1987 και κρίση Ιμίων Ιανουαρίου 1996).
Με άξονα τη διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (1973), και την κρίση που επακολούθησε φέρνοντας τις δύο χώρες σε έντονη αντιπαράθεση, της οποίας επιλήφθηκε τελικώς, κατόπιν ελληνικής πρωτοβουλίας, τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όσο και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Τουρκία άρχισε σταδιακά να θέτει σε εφαρμογή την πολιτική των επαυξανόμενων αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων που σταδιακά περιέλαβε:
• αμφισβήτηση του νομίμου και κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας, με απειλή πολέμου (casus belli), να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη
της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας
και όπως έχει πράξει το σύνολο σχεδόν των παράκτιων κρατών της διεθνούς
κοινότητας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων,
• αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, μέσω συνεχών παραβιάσεών του από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη,
• αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών (καινοφανής θεωρία γκρίζων ζωνών) και παραβίασή της ακόμα και στην περίπτωση κατοικημένων,
• αμφισβήτηση των θαλάσσιων συνόρων
• αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων εντός του FIR Αθηνών που ασκεί η Ελλάδα βάσει αποφάσεων του ICAO, και η συνεχής άρνηση συμμόρφωσης της Τουρκίας προς τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας,
• αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης και
• απαίτηση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
• αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, μέσω συνεχών παραβιάσεών του από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη,
• αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών (καινοφανής θεωρία γκρίζων ζωνών) και παραβίασή της ακόμα και στην περίπτωση κατοικημένων,
• αμφισβήτηση των θαλάσσιων συνόρων
• αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων εντός του FIR Αθηνών που ασκεί η Ελλάδα βάσει αποφάσεων του ICAO, και η συνεχής άρνηση συμμόρφωσης της Τουρκίας προς τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας,
• αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης και
• απαίτηση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Τις προαναφερόμενες αμφισβητήσεις, η
Τουρκία προωθεί στην πράξη με μεθόδους και πρακτικές που αντίκεινται
στις θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (απειλή πολέμου,
βίαιες παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου που πραγματοποιεί ακόμα και με
οπλισμένα μαχητικά αεροσκάφη και μάλιστα υπεράνω κατοικημένων νησιών
κλπ.).
Πώς απαντά η Ελλάδα στην τουρκική στάση; Η Ελλάδα είναι αυστηρώς προσηλωμένη στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου. Η προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο δεν είναι θεωρητική, αλλά έμπρακτη, αφού η Ελλάδα έχει αποδεχθεί με δήλωσή της τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με εξαίρεση τις διαφορές που σχετίζονται με τη λήψη στρατιωτικών μέτρων αμυντικού χαρακτήρα για λόγους ασφαλείας και αμύνης, ενώ έχει κυρώσει τη Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982).
Η Ελλάδα επιδιώκει, στο πλαίσιο αυτό, να επιλύσει τη μόνη διαφορά που υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και, ειδικότερα, το δίκαιο της θάλασσας. Η νομικής φύσεως αυτή διαφορά αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις επιτελεί η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Η Ελλάδα αποτελεί συνεπή και ειλικρινή υποστηρικτή της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, γιατί θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι καταλύτης για την περιφερειακή σταθερότητα και ανάπτυξη και επειδή πιστεύει ότι η ένταξη της Τουρκίας θα είναι επωφελής για την ίδια, την Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή.
Θεμελιώδης, βέβαια, προϋπόθεση για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ είναι η έγκαιρη πλήρωση των ενταξιακών κριτηρίων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο σεβασμός της αρχής της καλής γειτονίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ειρηνική επίλυση των διαφορών, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εφόσον χρειασθεί, έχει αναχθεί σε βασικό κριτήριο, προαπαιτούμενο και προτεραιότητα στο πλαίσιο της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας και αποτυπώνεται στα θεμελιώδη ενταξιακά κείμενα (Διαπραγματευτικό Πλαίσιο, Εταιρική Σχέση), αλλά και στη Στρατηγική για τη Διεύρυνση, στις ετήσιες Εκθέσεις Προόδου, σε Συμπεράσματα του Συμβουλίου και σε άλλα επίσημα κείμενα της ΕΕ.
Πέραν τούτου, η Τουρκία, στο πλαίσιο της ενταξιακής της πορείας, οφείλει να εκπληρώσει βασικές διεθνείς και ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της όσον αφορά τον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας. Η Ελλάδα αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στον σεβασμό από την Τουρκία των διεθνώς αναγνωρισμένων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Παρά τα βήματα προς την σωστή κατεύθυνση, που πραγματοποίησε πρόσφατα η Τουρκία σε σχέση με την εκεί Ελληνική μειονότητα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Άγκυρα παραμένει ακόμη εγκλωβισμένη σε μια λογική παρωχημένης αμοιβαιότητας. Συγκεκριμένα, εξακολουθεί να συνδέει δικές της υποχρεώσεις όσον αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θρησκευτικών ελευθεριών (όπως η επαναλειτουργία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης) με τη Μουσουλμανική μειονότητα στην Θράκη ή ακόμη και με την ανέγερση τεμένους στην Αθήνα.
Η Ελληνική Πολιτεία, από πλευράς της, πέραν του αυτονόητου πλήρους και έμπρακτου σεβασμού των ειδικότερων προβλέψεων της συνθήκης της Λωζάννης και του διεθνούς δικαίου γενικότερα, αλλά και των θρησκευτικών πεποιθήσεων και πολιτιστικών καταβολών και των τριών συνιστωσών της Μουσουλμανικής μειονότητας, αντιμετωπίζει τα μέλη της μειονότητας ως Έλληνες πολίτες που απολαμβάνουν πλήρους ισονομίας και ισοπολιτείας. Αφουγκραζόμενη τις επιθυμίες και τις ανησυχίες τους, διαβουλευόμενη μαζί τους, σχεδιάζει και εφαρμόζει μία συνεπή και συνεκτική πολιτική για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση των αναγκών τους σε όλους τους τομείς.
Οι απόπειρες για «γκετοποίηση» της μειονότητας και ισοπέδωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε συνιστώσας, από όπου και αν προέρχονται, αντιστρατεύονται το διεθνές δίκαιο και καταλήγουν ουσιαστικά σε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μελών της μειονότητας. Την καλύτερη και ηχηρότερη απάντηση στις απόπειρες αυτές δίνει η ίδια η μειονότητα, με την ενεργή και γόνιμη συνεισφορά της στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας.
Η εξομάλυνση και βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, πέραν της σημασίας της στο διμερές επίπεδο, αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η Ελλάδα αποδίδει μεγάλη σημασία στην αρχή του σεβασμού της καλής γειτονίας, που αποτελεί εξάλλου πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εμπέδωση και θεμελίωσή της.
Αποτελεί σταθερή επιδίωξη της Ελλάδας η μετατροπή της ελληνο-τουρκικής σχέσης από αντιπαραθετική σε συνεργατική. Γι’ αυτό και τείνει χείρα φιλίας στην Τουρκία, καλώντας την να συνεργαστεί, με πνεύμα συναινετικό και εποικοδομητικό, όπως αρμόζει σε γείτονες, για τη βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και την εξομάλυνση των σημείων τριβής.
Πώς απαντά η Ελλάδα στην τουρκική στάση; Η Ελλάδα είναι αυστηρώς προσηλωμένη στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου. Η προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο δεν είναι θεωρητική, αλλά έμπρακτη, αφού η Ελλάδα έχει αποδεχθεί με δήλωσή της τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με εξαίρεση τις διαφορές που σχετίζονται με τη λήψη στρατιωτικών μέτρων αμυντικού χαρακτήρα για λόγους ασφαλείας και αμύνης, ενώ έχει κυρώσει τη Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982).
Η Ελλάδα επιδιώκει, στο πλαίσιο αυτό, να επιλύσει τη μόνη διαφορά που υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και, ειδικότερα, το δίκαιο της θάλασσας. Η νομικής φύσεως αυτή διαφορά αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις επιτελεί η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Η Ελλάδα αποτελεί συνεπή και ειλικρινή υποστηρικτή της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, γιατί θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι καταλύτης για την περιφερειακή σταθερότητα και ανάπτυξη και επειδή πιστεύει ότι η ένταξη της Τουρκίας θα είναι επωφελής για την ίδια, την Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή.
Θεμελιώδης, βέβαια, προϋπόθεση για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ είναι η έγκαιρη πλήρωση των ενταξιακών κριτηρίων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο σεβασμός της αρχής της καλής γειτονίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ειρηνική επίλυση των διαφορών, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εφόσον χρειασθεί, έχει αναχθεί σε βασικό κριτήριο, προαπαιτούμενο και προτεραιότητα στο πλαίσιο της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας και αποτυπώνεται στα θεμελιώδη ενταξιακά κείμενα (Διαπραγματευτικό Πλαίσιο, Εταιρική Σχέση), αλλά και στη Στρατηγική για τη Διεύρυνση, στις ετήσιες Εκθέσεις Προόδου, σε Συμπεράσματα του Συμβουλίου και σε άλλα επίσημα κείμενα της ΕΕ.
Πέραν τούτου, η Τουρκία, στο πλαίσιο της ενταξιακής της πορείας, οφείλει να εκπληρώσει βασικές διεθνείς και ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της όσον αφορά τον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας. Η Ελλάδα αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στον σεβασμό από την Τουρκία των διεθνώς αναγνωρισμένων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Παρά τα βήματα προς την σωστή κατεύθυνση, που πραγματοποίησε πρόσφατα η Τουρκία σε σχέση με την εκεί Ελληνική μειονότητα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Άγκυρα παραμένει ακόμη εγκλωβισμένη σε μια λογική παρωχημένης αμοιβαιότητας. Συγκεκριμένα, εξακολουθεί να συνδέει δικές της υποχρεώσεις όσον αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θρησκευτικών ελευθεριών (όπως η επαναλειτουργία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης) με τη Μουσουλμανική μειονότητα στην Θράκη ή ακόμη και με την ανέγερση τεμένους στην Αθήνα.
Η Ελληνική Πολιτεία, από πλευράς της, πέραν του αυτονόητου πλήρους και έμπρακτου σεβασμού των ειδικότερων προβλέψεων της συνθήκης της Λωζάννης και του διεθνούς δικαίου γενικότερα, αλλά και των θρησκευτικών πεποιθήσεων και πολιτιστικών καταβολών και των τριών συνιστωσών της Μουσουλμανικής μειονότητας, αντιμετωπίζει τα μέλη της μειονότητας ως Έλληνες πολίτες που απολαμβάνουν πλήρους ισονομίας και ισοπολιτείας. Αφουγκραζόμενη τις επιθυμίες και τις ανησυχίες τους, διαβουλευόμενη μαζί τους, σχεδιάζει και εφαρμόζει μία συνεπή και συνεκτική πολιτική για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση των αναγκών τους σε όλους τους τομείς.
Οι απόπειρες για «γκετοποίηση» της μειονότητας και ισοπέδωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε συνιστώσας, από όπου και αν προέρχονται, αντιστρατεύονται το διεθνές δίκαιο και καταλήγουν ουσιαστικά σε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μελών της μειονότητας. Την καλύτερη και ηχηρότερη απάντηση στις απόπειρες αυτές δίνει η ίδια η μειονότητα, με την ενεργή και γόνιμη συνεισφορά της στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας.
Η εξομάλυνση και βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, πέραν της σημασίας της στο διμερές επίπεδο, αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η Ελλάδα αποδίδει μεγάλη σημασία στην αρχή του σεβασμού της καλής γειτονίας, που αποτελεί εξάλλου πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εμπέδωση και θεμελίωσή της.
Αποτελεί σταθερή επιδίωξη της Ελλάδας η μετατροπή της ελληνο-τουρκικής σχέσης από αντιπαραθετική σε συνεργατική. Γι’ αυτό και τείνει χείρα φιλίας στην Τουρκία, καλώντας την να συνεργαστεί, με πνεύμα συναινετικό και εποικοδομητικό, όπως αρμόζει σε γείτονες, για τη βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και την εξομάλυνση των σημείων τριβής.