Σελίδες

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ -1913



21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913. Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

 


Rate This

του Σταύρου Δερματά, Αντιστρατήγου ε.α., Αποφοίτου της Ζωσιμαίας Σχολής
Οι καρτποστάλ είναι από το αρχείο του Θανάση Ζυγούρη, Προέδρου του Τμήματος Ιωαννίνων του Συλλόγου Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων.
Σ.απ.γαλ.: δεν ήταν δυνατή η εμφάνισή τους στο blog μας,μπορείτε όμως να πάτε στην πηγή και να τις δείτε.
Οι φωτογραφίες στην ανάρτηση είναι των γνωστών φωτογράφων Romaides – Zeitz.Τις είδαμε στο εξαιρετικό http://epirusgate.blogspot.gr/.
Το άρθρο έχει γραφεί πιό παλιά, αλλά δίνει μία σφαιρική εικόνα της Ιστορίας της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων.
ΓΕΝΙΚΑ
Γιορτάζουμε φέτος την 96η επέτειο της απελευθερώσεως των Ιωαννίνων. Η επέτειος αυτή δεν είναι απλά μια τυπική εκδήλωση, μια παρέλαση και ένας πανηγυρικός. Είναι μια υποχρέωση συνειδητή απότισης του πρέποντος φόρου τιμής στους συντελεστές της ανεξαρτησίας του έθνους, είναι υποχρέωση που αποδεικνύει το ανεπτυγμένο ηθικό του λαού και την ύπαρξη αισθήματος ευγνωμοσύνης διαπαιδαγωγώντας ταυτόχρονα τους νέους στη διατήρηση της φλόγας της φυλής μας άσβεστης Δυστυχώς, πολλοί απόγονοι αυτών των ηρώων, μέσα στο γενικό και νοσηρό πλαίσιο της επιχειρούμενης παγκοσμιοποίησης και διαγραφής της ιστορικής και εθνικής μνήμης δεν τους τιμούν.
3Τολμούν δε μερικοί αδαείς και ανιστόρητοι, αυτοονομαζόμενοι προοδευτικοί, να χαρακτηρίζουν τέτοια εθνικά κατορθώματα σαν γεγονότα άνευ σημασίας. Αναρωτιούνται δε, μήπως μας διακατέχει κάποιος εθνικός ναρκισσισμός ή κάποια επαρχιώτικη αμβλυωπία όταν κάνουμε αποτίμηση ενός ιστορικού γεγονότος. Ασφαλέστερη απάντηση σε όλους αυτούς είναι τα στοιχεία της Ελληνικής και διεθνούς ιστορίας και ιστοριογραφίας. Η επέτειος της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, έστω και με την όποια τυποποίηση που δημιουργεί, επιβάλλει να θυμηθούμε και κυρίως να σκεφτούμε. Να σκεφτούμε τι έκαναν αυτοί πριν από μας και τι οφείλουμε να κάνουμε εμείς.
Να σκεφτούμε την ιστορία μας γιατί λαοί που δεν την θυμούνται αυτοκαταδικάζονται και αυτό ισχύει ιδιαίτερα σήμερα όταν διαπιστώνουμε ότι πολλοί “φίλοι” μας, από το εξωτερικό αλλά και από το εσωτερικό, προσπαθούν να διαγράψουν τη μνήμη μας και να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με αυτό το ένδοξο παρελθόν. Με την ιστορία μας. Και η περίοδος των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, αποτελεί αναμφίβολα μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και της εθνικής μας πορείας. Το Έθνος σύσσωμο, με ενωμένη την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και με εμπιστοσύνη στις ένοπλες δυνάμεις του, μετά την Επανάσταση του 1909, εξορμά για την υλοποίηση του ονείρου τόσων ελληνικών γενεών, αυτό της Μεγάλης Ιδέας.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΔΟΥΛΗ ΗΠΕΙΡΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Μετά το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, όπου τα σύνορα της Ελλάδος καθορίσθηκαν στον Άραχθο, η Τουρκική Κυβέρνηση και ο τουρκικός πληθυσμός της Ηπείρου αντιλαμβανόμενοι αυξημένο τον κίνδυνο της απώλειας της Ηπείρου έλαβαν πιεστικά μέτρα κατά των Ηπειρωτών. Ίσχυσε ο Στρατιωτικός νόμος και τα στρατοδικεία, αυξήθηκε ο στρατός, η Χωροφυλακή και οι έλεγχοι, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία Ελληνικών εντύπων καθώς και η κατοχή βιβλίων που είχαν σχέση με την ιστορία και το Έθνος. Επιδιώχθηκε δηλαδή να σβηστεί κάθε εθνικός παλμός από την ψυχή των Ηπειρωτών. Δυστυχώς το ελεύθερο τότε Ελληνικό κράτος λόγω των εσωτερικών προβλημάτων και της παντελούς έλλειψης πολεμικής προπαρασκευής συντελούσε στην απογοήτευση των υποδούλων.
7Παράλληλα στην Ήπειρο είχε εισβάλει η Ρουμανική, Αλβανική και Ιταλική προπαγάνδα που ήταν σε πλήρη συνεργασία με τους Τούρκους. Όμως οι Ηπειρώτες δεν έμειναν αδρανείς. Τήρησαν στάση εθνικότατη χωρίς βέβαια να λείψουν και ορισμένα άτομα που έγιναν καταδότες και πράκτορες των Τούρκων. Και ενώ τα μελανά σύννεφα συνεχώς πύκνωναν στην Ήπειρο, επίλεκτοι Ηπειρώτες που ζούσαν στην Ελεύθερη Ελλάδα ανέλαβαν δράση.
Στις 25 Μαρτίου 1906 ιδρύεται από τον Υπομοίραρχο Σπυρομήλιο και με τη συνεργασία εξεχόντων Ηπειρωτών, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Αξιωματικοί, η Ηπειρωτική Εταιρία που είναι γνωστή σαν Ηπειρωτικό Κομιτάτο και η οποία συγκροτεί τις Διευθύνσεις Αργυροκάστρου, Πρεβέζης και Ιωαννίνων. Σημαντικότερη δράση παρουσίασε η Α΄ Διεύθυνση Ιωαννίνων.
Η Εταιρία εκτός των πληροφοριών με τις οποίες ενημέρωνε το ελεύθερο κράτος μέσω του Ελληνικού Προξενείου των Ιωαννίνων, άρχισε να μυεί και να οργανώνει ομάδες σε όλη την Ήπειρο τις οποίες εξόπλιζε μυστικά κυρίως μέσω της λίμνης Παμβώτιδος.
Ο οπλισμός που διακινήθηκε προς τις ομάδες αυτές ανήλθε σε περίπου 2.500 όπλα. Το 1906 τοποθετείται ως γραμματέας στο Ελληνικό Προξενείο Ιωαννίνων ο Υπολοχαγός Κωνσταντίνος Τσιριγώτης με αποστολή τη συλλογή πληροφοριών. Ο Τσιριγώτης, με κωδικό όνομα Άραχθος, ανέλαβε τη Διεύθυνση της Ηπειρωτικής Εταιρίας των Ιωαννίνων και μέχρι το 1908 που αποχώρησε, ανέπτυξε μεγάλη δράση και προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες οργανώσας ένοπλες ομάδες συνολικού αριθμού 500 ατόμων. Δυστυχώς ο ήρωας έπεσε, όπως και ο Βελισάριος, στα στενά της Κρέσνας στην Ανατολική Ρωμυλία αγωνιζόμενος εναντίον των Βουλγάρων το 1913. Σημαντικό έργο προσέφερε ο Πρόξενος Ιωαννίνων Άγγελος Φορέστης ο οποίος ανέλαβε τη Διεύθυνση το τέλος του 1909.
6Η μετάδοση των πληροφοριών γινόταν με μυστικό κρυπτογραφικό κώδικα η δε μεταφορά της αλληλογραφίας γινόταν με ειδικούς ταχυδρόμους, με χωρικούς βοσκούς και αγωγιάτες ή με τους αμαξάδες που μετέφεραν την αλληλογραφία σε ειδικές κρύπτες. Η συμβολή της Ηπειρωτικής Εταιρίας από το 1906 μέχρι την κήρυξη του πολέμου τον Οκτώβριο 1912 μπορεί να συνοψιστεί σε δυο βασικές ενέργειες: Στη στρατολόγηση πλέον των 3.200 ενόπλων μελών εντεταγμένων σε 60 εθελοντικές ομάδες και ανταρτικά σώματα σε όλη την κατεχόμενη Ήπειρο οι οποίες ενήργησαν επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων Αλβανών και Τσάμηδων στη Πρέβεζα, Καναλάκι, Γλυκύ, Γαρδίκι, Παραμυθιά, Μανωλιάσα, Χειμάρα και Πρεμετή και στην καθημερινή ενημέρωση του Γενικού Στρατηγείου με εκθέσεις και αναφορές για τη διάταξη και δύναμη του Τουρκικού στρατού στη Ήπειρο.
Τις πληροφορίες για την τουρκική διάταξη έδιναν κυρίως Μικρασιάτες Έλληνες που υπηρετούσαν στα πυροβολεία Μπιζανίου και ιδιαίτερα ο Μικρασιάτης Νικολάκης εφέντης αξιωματικός του Βεχήπ μπέη ο οποίος σχεδίασε και παρέδωσε το χάρτη των οχυρών με τις ακριβείς θέσεις των πυροβολείων. Δυστυχώς, ύστερα από τη άλωση του Μπιζανίου, η δράση του έγινε γνωστή στους Τούρκους και μετά από φρικτά βασανιστήρια, εκτελέστηκε μαζί με την οικογένεια του από τους Τούρκους μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Σε όλες αυτές τις ενέργειες συμμετείχε ενεργά ο κλήρος. Μεγάλος αριθμός κληρικών ήταν μέλη της Ηπειρωτικής Εταιρίας. Οι ναοί και τα μοναστήρια, μετατράπηκαν σε αποθήκες οπλισμού και κρυψώνες για τους διωκομένους.
Το 1908 συγκροτήθηκε το ένοπλο Σώμα Πουτέτση το οποίο εκτός των άλλων ενεργειών εκτελούσε τα άτομα που είχαν δείξει προδοτική διαγωγή. Εκτός του Σώματος Πουτέτση συγκροτήθηκαν και άλλες ομάδες όχι μόνο ανδρών αλλά και γυναικών όπως αυτό της Ναστούλη.
ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
5Το 1908, η Επανάσταση των Νεοτούρκων προκάλεσε την ανατροπή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ και την πρόσκαιρη επιβολή φιλελευθέρου συντάγματος. Οι Χριστιανικοί λαοί της Βαλκανικής ενώ πίστεψαν ότι θα ζήσουν υπό πιο φιλελεύθερο καθεστώς διαψεύστηκαν γιατί αντ΄ αυτού αντιμετώπισαν πιο αυστηρό καθεστώς και συνεχείς διώξεις. Η Επανάσταση στο Γουδί το 1909, αν και αντισυνταγματική ενέργεια του στρατού στην πολιτική ζωή, είχε θετικά αποτελέσματα γιατί υπό την ηγεσία του Ελευθερίου. Βενιζέλου πραγματοποιήθηκε η αναδιοργάνωση του στρατού και ο εξοπλισμός του. Ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος του 1911 που κατέληξε με ήττα της Τουρκίας, κατέδειξε την αδυναμία της Τουρκίας να υπερασπιστεί τα εδάφη της και ενεθάρρυνε την προσέγγιση των χωρών της Βαλκανικής για την αναμέτρησή τους με την Τουρκία. Τα υπόδουλα χριστιανικά Βαλκανικά κράτη, διαβλέποντας το θανάσιμο κίνδυνο των εθνικών τους βλέψεων, αποφάσισαν να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να συνενωθούν σε κοινό αγώνα.
Την 30η Σεπτεμβρίου 1912 επέδωσαν διακοίνωση προς την Τουρκία προκειμένου να εξασφαλιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα των υποδούλων χριστιανών. Η Τουρκία, οποία είχε ήδη κηρύξει γενική επιστράτευση από την 16η Σεπτεμβρίου, την απέρριψε. Τα Βαλκανικά κράτη παρά την αρνητική θέση των λοιπών Ευρωπαϊκών δυνάμεων την 5η Οκτ. 1912 κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Οι βαλκανικές σύμμαχες χώρες δεν είχαν εκπονήσει κοινό σχέδιο επιχειρήσεων. Απλώς ενεργούσαν ταυτόχρονα και από διαφορετικές περιοχές εναντίον κοινού εχθρού. Έτσι, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν προς Ανατ. Θράκη, οι Σέρβοι και Μαυροβούνιοι προς τα Σκόπια και το Μοναστήρι και οι Έλληνες προς τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Την ευκαιρία αυτή εκμεταλλεύτηκε ο ικανότερος από τα Αλβανικά ηγετικά στελέχη ο Ισμαήλ Κεμάλ Βλιώρα, άτομο με ευρεία μόρφωση ο οποίος μιλούσε και έγραφε την ελληνική γλώσσα σαν μητρική, γιατί είχε σπουδάσει στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων, και ανακήρυξε στην Αυλώνα την Αλβανική Αυτονομία.
ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
9Με την έναρξη των επιχειρήσεων η Τουρκία διέθετε 48 μεραρχίες πεζικού και 2 μεραρχίες ιππικού, συνολικής δύναμης 340.000 πεζών, 6.000 ιππέων, 850 πυροβόλων μάχης και 750 τοπομαχικών. Στον τουρκικό στρατό ήταν ενταγμένος μεγάλος αριθμός Αλβανών-Τουρκαλβανών. Πρέπει να τονιστεί ότι οι Τούρκοι με τη βοήθεια Γερμανών ειδικών ιδίως του Φον ντε Γκόλτς είχαν κατασκευάσει εκτεταμένες και ισχυρότατες οχυρώσεις στις περιοχές Σαρανταπόρου, Μπιζανίου και αλλού.
Η Ελλάδα διέθετε στη ξηρά 8 μεραρχίες πεζικού και 1 ταξιαρχία ιππικού συνολικής δυνάμεως 130.000 περίπου ανδρών, 180 πυροβόλα και 72 τοπομαχικά. Στη θάλασσα ήταν ο Στόλος Αιγαίου με 22 πολεμικά πλοία , 1 υποβρύχιο και ο Στόλος του Ιονίου με 3 κανονιοφόρους, 2 ατμοβάρηδες και 4 ατμομυοδρόμωνες. Επίσης η Ελληνική Αεροπορία διέθετε επτά αεροπλάνα Farman. Ο Στόλος του Αιγαίου θα απαγόρευε στον τουρκικό στόλο να χρησιμοποιήσει το Αιγαίο και με αποσπάσματα στρατού θα απελευθέρωνε τα νησιά.
Οι Ελληνικές δυνάμεις είχαν προσανατολιστεί προς Θεσσαλία και Ήπειρο και είχε οργανωθεί αντίστοιχα η Στρατιά Θεσσαλίας η οποία περιλάμβανε 7 μεραρχίες, με ανάλογο πυροβολικό, ιππικό, μηχανικό. και άλλες υπηρεσίες με Αρχιστράτηγο τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο με αποστολή προελάσεως και επιθέσεως προς Μακεδονία και ο Στρατός Ηπείρου με 10.500 άνδρες, δηλαδή, μια μεραρχία η οποία ονομάστηκε στις 12 Δεκ. 1912 σε VΙΙΙη, με Διοικητή τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη και αποστολή όχι τη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων αλλά την παρακώλυση παραβιάσεως της μεθορίου μεταξύ Μετσόβου, Άρτας και Αμβρακικού δηλαδή αμυντική.
ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ
8Με την κήρυξη του πολέμου παρουσιάζεται ένα νέο ρεύμα εθελοντισμού, πολύ πιο έντονο αυτού του Μακεδονικού αγώνος, τόσο από το εσωτερικό της ελεύθερης και υπόδουλης Ελλάδος όσο και από το εξωτερικό. Αυτά τα εθελοντικά σώματα αναφέρονται σε πολλά ιστορικά κείμενα σαν πρόσκοποι αλλά ήταν στρατιωτικά τμήματα, άλλα εκπαιδευμένα και άλλα όχι, με αρχηγό και αξιωματικούς, οπλισμό, οργάνωση και αποστολή και σε πλήρη συνεργασία με το Στρατό. Δεν είναι βέβαια δυνατόν να ισχυριστεί κάποιος ότι τα εθελοντικά σώματα απελευθέρωσαν την Ελλάδα όμως βοήθησαν σημαντικά στο μεγάλο αυτό επίτευγμα.
Τα εθελοντικά σώματα που έδρασαν στην περιοχή της Ηπείρου ήταν το μικτό απόσπασμα Ηπείρου του υπολοχαγού Δημητρίου Μπότσαρη και δύναμη 500 Σουλιωτών και τα Σώματα Κρητών Οπλαρχηγών που έδρασαν στην περιοχή του Σουλίου για τον έλεγχο της μοναδικής ατραπού από Τσερίτσανα προς Δύο Βουνά Ολύτσικας και Δωδώνη, το απόσπασμα του Σπυρομίλιου στη Χειμάρα, τα σώματα του Συνταγματάρχη Κόρακα και η Φάλαγγα Μετσόβου στη πλευρά του Μετσόβου και Ζυγού, το σώμα των Ελλήνων Ερυθροχιτώνων γνωστών ως Γαριβαλδινών του γέροντα Ριτσιώτη Γαριβάλδη που ήλθε από την Ιταλία, σ΄ αυτό κατατάσσεται με 70 Κερκυραίους εθελοντές και ο ευγενής Κερκυραίος βουλευτής και ποιητής Λορέντζος Μαβίλης ο οποίος ξεψυχώντας μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του στο Δρίσκο στις 23 Νοεμβρίου 1912 είπε την αθάνατη φράση “Δεν ήλπιζα τέτοια τιμή, να δώσω τη ζωή μου για την Ελλάδα”, οι Κρήτες εθελοντές. σε 77 σώματα δυνάμεως 3.500 ανδρών με αρχηγούς τους Γύπαρη, Ηππίτη, Κυριάκο Μητσοτάκη, Δεληγιαννάκη, Μακρή, Σκουλά, Μάνο και άλλους, έτεροι 3.500 Κρήτες συγκρότησαν το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών υπό τον Αντισυνταγματάρχη Συνανιώτη, (σε κρήτες παραδόθηκε το Μπιζάνι και από Κρήτες του Συνανιώτη ακούστηκε πρώτη φορά η ιαχή ΑΕΡΑ), τον Οκτώβριο του 1912 έφθασε στην Πρέβεζα ο Ιερός Λόχος Κρητών Φοιτητών με 240 φοιτητές οι οποίοι εντάχθηκαν στο Στρατό Ηπείρου, (από αυτούς τους 240 αμούστακους ήρωες οι 160 έπεσαν νεκροί κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων) και Λόχος Κρητών δασκάλων εντάχθηκε στο Σύνταγμα του Ηπίτη.
11Στο άκουσμα του πολέμου, 225 παλικάρια που ήταν εγκατεστημένα στην Αμερική συγκρότησαν τον Ιερό Λόχο Φιλαδέλφειας, γνωστό σαν Λόχο των Αμερικάνων. Τα εγκατέλειψαν όλα προκειμένου να προσφέρουν στην Πατρίδα. Με την οικονομική συνδρομή των εκεί Ηπειρωτών μίσθωσαν επιβατικό πλοίο, αγόρασαν 4 πεδινά κανόνια και οπλισμό και το Νοέμβριο 1912 εντάχθηκαν στο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών του Συνανιώτη. Οι μισοί σκοτώθηκαν στην Αετοράχη. Από το προσκλητήριο δεν απουσίασε η Κύπρος. Σχεδόν 2.000 Κύπριοι εθελοντές προσήλθαν και πολέμησαν στα διάφορα μέτωπα της Μακεδονίας και της Ηπείρου το 1912. Ανάμεσα στους Κύπριους αγωνιστές περιλαμβάνονται και πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της κυπριακής κοινωνίας, όπως οι τότε αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο μητροπολίτης Μελέτιος και ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος, ο οποίος σκοτώθηκε στον Προφήτη Ηλία Μανωλιάσας τον Δεκέμβριο 1912. Θα πρέπει να αναφερθεί και η συνδρομή των κατοίκων της Ηπείρου, ιδιαίτερα της Λάκκας Σουλίου, στα σώματα αυτά οι οποίοι ανέλαβαν το δύσκολο έργο της Διοικητικής μέριμνας ήτοι εξεύρεσης τροφίμων, παρασκευής φαγητού και περιποίησης των τραυματιών. Το έργο τους ήταν πολύ δύσκολο. Τα μέσα πρωτόγονα και τα αγαθά λιγοστά.
ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕΧΡΙ 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
12Στρατιά Θεσσαλίας
Πρωινές ώρες της 5ης Οκτ. 1912 ο Στρατός Θεσσαλίας πέρασε την οροθετική γραμμή και, με μια θυελλώδη προέλαση, παρά την ισχυρή τουρκική αντίδραση, στις 7 και 8 Οκτωβρίου απελευθέρωσε την Ελασσόνα και τη Δεσκάτη. Την επομένη διέσπασε την οχυρωμένη περιοχή του Σαρανταπόρου. Στις 11 Οκτωβρίου απελευθέρωσε την Κοζάνη και στις 16 κατέλαβε τη Βέροια. Στις 19 και 20 έδωσε τη νικηφόρο Μάχη των Γιαννιτσών και τις 24 Οκτωβρίου διέβη τον Αξιό και αναπτύχθηκε για να επιτεθεί και να απελευθερώσει τη Θεσσαλονίκη. Η κύκλωση των τουρκικών δυνάμεων γινόταν όλο και πιο ασφυκτική και ο Στρατηγός Χασάν Ταχσίν Πασάς, αντιλαμβανόμενος το μάταιο του αγώνα, αποδέχθηκε τους ελληνικούς όρους και στις 26 Οκτωβρίου 1912 ώρα 19.00, υπέγραψε το Πρωτόκολλο της παράδοσης της Θεσσαλονίκης. στο χωριό Γέφυρα στη βίλα Τοψίν. Συνολικά παραδόθηκαν 1.000 αξιωματικοί και 25.000 οπλίτες, ενώ άφθονο πολεμικό υλικό περιήλθε στον Ελληνικό Στρατό. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης η Ελληνική Στρατιά στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία και Βόρειο Ήπειρο. Στις 7 Νοεμβρίου απελευθέρωσε τη Φλώρινα, στις 7 Δεκεμβρίου την Κορυτσά.
Στρατός Ηπείρου
13Ο Στρατός στην Ήπειρο, παρά τις περιορισμένες δυνάμεις και δυνατότητες αλλά και της αποστολής του που ήταν αμυντική, εξόρμησε. στις 5 Οκτωβρίου 1912 από την περιοχή της Άρτας και στις 12 Οκτωβρίου απελευθέρωσε την Πρέβεζα και τη Φιλιππιάδα. Στις 26 Οκτωβρίου κατέλαβε τα Πέντε Πηγάδια και τα Πεστά και ανάγκασε τους Τούρκους να συγκεντρωθούν στην ισχυρή οχυρωμένη τοποθεσία του Μπιζανίου. Στις 10 Νοεμβρίου μικτή φάλαγγα με τους Γαριβαλδινούς απελευθέρωσε το Μέτσοβο.
Περί το τέλος Νοεμβρίου ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με τις δυνάμεις της 2ας Μεραρχίας από τη Μακεδονία. Διαδοχικές προσπάθειες στις αρχές Δεκεμβρίου 1912 για την κατάληψή του Μπιζανίου, δεν απέδωσαν. Τέλη Δεκεμβρίου άλλες δύο μεραρχίες αφικνούνται στην Ήπειρο. Νέες επιθέσεις κατά της τοποθεσίας Μπιζανίου 7 και 11 Ιανουαρίου 1913 απέτυχαν. Οι συνθήκες του αγώνος ήταν δυσχερέστατες λόγω της ελλιπέστατης διοικητικής μέριμνας, της έλλειψης συγκοινωνιών αλλά των δυσμενέστατων καιρικών συνθηκών (-15 υπό το μηδέν) οι οποίες δεν επέτρεπαν τη διεξαγωγή επιχειρήσεων. Το ηθικό των μαχητών λόγω των συνεχών αποτυχιών και των δυσχερειών μειωνόταν σε επικίνδυνο βαθμό.
Στις 15 Ιανουαρίου 1913 ανέλαβε τη διοίκηση του Στρατού ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος ο οποίος εγκαταστάθηκε με το Στρατηγείο του στο Χάνι Εμίν Αγά. Οι πρώτες διαταγές και ενέργειες του Αρχιστρατήγου ηλέκτρισαν και αναπτέρωσαν το ηθικό των μαχητών και η πίστη στη Μεγάλη Ιδέα ξαναγεννήθηκε. Ο Κωνσταντίνος έστειλε επιστολή στο Διοικητή των Ιωαννίνων Εσσάτ, συμμαθητή του στην Ακαδημία Πολέμου στο Βερολίνο, καλώντας τον να παραδοθεί προκειμένου να αποφευχθεί άσκοπη αιματοχυσία μια και η τύχη των Ιωαννίνων ήταν προδικασμένη. Ο Εσσάτ του απαντά “έχω διαταγή όσον δύναμαι να αμυνθώ και θα αμυνθώ”. Ο Αρχιστράτηγος αφού μελέτησε τα αρνητικά αποτελέσματα των κατά μέτωπο επιθέσεων κατά του Μπιζανίου έκρινε ότι το έδαφος αριστερά προς την πλευρά της Ολύτσικας ήταν πιο πρόσφορο από ότι δεξιά της Καστρίτσας και αποφάσισε όπως η κυρία προσπάθεια έπρεπε να εφαρμοστεί αριστερά.
15Προκειμένου να παραπλανήσει την τουρκική διοίκηση διέταξε την εμφανή, κατά τη διάρκεια της ημέρας, μετακίνηση δυνάμεων προς τα δεξιά του τις οποίες με κάθε μυστικότητα επανέφερε το βράδυ στις θέσεις του. Ταυτόχρονα έγιναν μετακινήσεις των τμημάτων στην πλευρά του Δρίσκου και διασπορά παραπλανητικών πληροφοριών περί συγκεντρώσεως 24.000 ανδρών στο Μέτσοβο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να παραπλανηθούν οι Τούρκοι και να αφαιρέσουν δυνάμεις από την περιοχή Ολύτσικας προς ενίσχυση της περιοχής Καστρίτσας. Τα ελάχιστα αεροπλάνα της Ελληνικής αεροπορίας καθημερινά έκαναν αναγνωρίσεις των οχυρών και των κινήσεων του εχθρού και βομβάρδιζαν εχθρικούς στόχους. Πολλές φορές έριχναν τρόφιμα και εφημερίδες στους κατοίκους των Ιωαννίνων εγκαινιάζοντας έτσι ένα νέο είδος ενεργείας από αέρος.

ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ 20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
Τουρκικές δυνάμεις
Ο τουρκικός στρατός της φρουράς Ιωαννίνων συνεχώς ενισχύονταν από δυνάμεις που υποχωρούσαν από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου, Μοναστηρίου και Δυτικής Μακεδονίας. Η δύναμη του στρατού ανέρχονταν σε 1.000 περίπου αξιωματικούς και 30.000 στρατιώτες. Διοικητής ήταν ο Εσσάτ πασάς ο οποίος κατά μαρτυρίες καταγόταν από εξισλαμισθέντα πρόγονο της χριστιανικής οικογένειας των Γλυκήδων. Ήταν μια προσωπικότητα με πολλές αρετές. Στενός συνεργάτης και Επιτελάρχης του ήταν ο αδελφός του Βεχήπ μπέης. Και οι δυο ήταν ελληνομαθέστατοι απόφοιτοι και οι δυο της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων και απόφοιτοι της Ακαδημίας Πολέμου του Βερολίνου.
Όλο το υψίπεδο Ιωαννίνων καλύπτετο από τα πυρά 112 πυροβόλων καταλλήλως ανεπτυγμένων το μεγαλύτερο μέρος επί του Μπιζανίου μια “φύσει” και “θέσει” ισχυρή αμυντική τοποθεσία. Διάφορα έργα όπως πολυβολεία, ορύγματα, συρματοπλέγματα κλπ συμπλήρωναν την αμυντική ισχύ της τοποθεσίας. Τέλος είχε αναπτυχθεί πυκνό τηλεφωνικό δίκτυο για την εξασφάλιση των επικοινωνιών. Το βάρος της οχύρωσης είχε δοθεί στο νότιο τομέα για την απαγόρευση του άξονα Άρτα-Ιωάννινα.
18Ελληνικές Δυνάμεις
Την 18η Φεβρουαρίου 1913 η συνολική δύναμη της Στρατιάς Ηπείρου ανήρχετο σε 762 αξιωματικούς, 40.000 οπλίτες και 93 πυροβόλα και η διάταξη είχε ως ακολούθως. Στο αριστερό υπό τον Στρατηγό Μοσχόπουλο συγκροτήθηκαν τρεις φάλλαγες δυνάμεως 20.000 ανδρών και 26 πυροβόλων. Η 1η φάλαγγα υπό τον Σχη Αντωνιάδη θα ενεργούσε στην περιοχή μεταξύ των υψωμάτων Αυγό και Μανωλιάσα, η 2α υπο τον Σχη Γιαννακίτσα στη στενωπό της Μανωλιάσας και η 3η υπό την Σχη Δελαγραμμάτικα Ν.Δ. της Ολύτσικας στο χωριό Τσερίτσανα προς Μεγάλη Τσούκα. Στο κέντρο 4 Τάγματα υπό τον Καλλάρη και στο Δεξιό 15 τάγματα υπό τον Σαπουτζάκη επί της Αετοράχης. Η 3η φάλαγγα είχε ήδη εγκατασταθεί ΝΔ της Ολύτσικας στο χωριό Τσερίτσανα όπου και διανυκτέρευσε. Υπήρχε όμως ένα σοβαρό πρόβλημα στην κίνηση της 2ας φάλαγγας και συγκεκριμένα τα τουρκικά πυροβόλα στην περιοχή της Μανωλιάσας.
Τότε αποφασίστηκε να τοποθετηθεί πυροβολικό στη θέση Δύο Βουνά της Ολύτσικας, προκειμένου να πληγούν από εκεί οι οχυρές τουρκικές θέσεις της Μανωλιάσας και της Μεγάλης Ράχης. Και οι γυναίκες των Τσεριτσάνων προσέτρεξαν και εκείνες οι Σουλιώτισσες όχι μόνο επισκεύασαν το μονοπάτι μέχρι τα Δυο Βουνά, αλλά σήκωσαν στην πλάτη τους πυροβόλα και πυρομαχικά και τ’ ανέβασαν μέχρι την κορυφή και έκαναν συνεχείς διαδρομές Τσερίτσανα-Δύο Βουνά και αντιστρόφως, προκειμένου να μη σταματήσουν τα πυροβόλα να ρίχνουν. Με τις επιτυχείς βολές αυτών των πυροβόλων εξουδετερώθηκαν τα τουρκικά πυροβολεία της Μεγάλης Ράχης και μπόρεσε την επομένη, 20 Φεβρουαρίου, να κινηθεί στη στενωπό της Μανωλιάσας η 2α φάλαγγα χωρίς να πλαγιοβάλεται.
16Η γενική επίθεση άρχισε τα χαράματα της 20ης Φεβρουαρίου 1913 μετά από έντονη προπαρασκευή πυροβολικού. Η 3η Φάλαγγα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά σε τρεις κατευθύνσεις και κατέλαβε μέχρι το μεσημέρι τα υψώματα Μεγάλης Τσούκας, και την Κοσμηρά συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους και πολεμικό υλικό. Η 2α φάλαγγα με το 8ο και 9ο Τάγμα Ευζώνων με Διοικητές τους Ταγματάρχες Ιατρίδη και Βελισάριο έχοντας εξασφαλισμένο το δεξιό τους κατέλαβαν την Πεδινή και συνέχισε συνέχισαν ακάθεκτα προς Ιωάννινα. Ο Διοικητής της Φάλαγγας Γιαννακίτσας διαπιστώσας ότι εκπληρώθηκε η αποστολή του διέταξε να επιστρέψουν τα τάγματα ευζώνων στην Πεδινή. Ευτυχώς οι αγγελιαφόροι του δεν μπόρεσαν να επιδώσουν τη διαταγή και έτσι οι εύζωνοι συνέχισαν την προέλασή τους. Την 18η ώρα έφθασαν στον Άγιο Ιωάννη, σε μικρή απόσταση από τα Ιωάννινα. Απέκοψαν τις τηλεφωνικές γραμμές και διέκοψαν την επικοινωνία με το Μπιζάνι. Κατά τη διάρκεια της νύχτας συνέλαβαν περίπου 1.000 αιχμαλώτους που υποχωρούσαν προς τα Ιωάννινα. Η 1η φάλαγγα κατόρθωσε με τη λόγχη να καταλάβει τη Μεγάλη Ράχη και τον προφήτη Ηλία. Στο κέντρο και το δεξιό της διατάξεως οι μονάδες προωθήθηκαν 600 μέτρα εντός της τουρκικής διατάξεως. Η τολμηρή διείσδυση των Ευζώνων και η διακοπή κάθε επαφής με τα οχυρά Μπιζανίου ανάγκασε τον Εσσάτ πασά να παραδοθεί. Για να αποφύγει την παραπέρα καταστροφή των δυνάμεών του απευθύνθηκε στους Προξένους της Ρωσίας, Ρουμανίας, Γαλλίας και Αυστροουγγαρίας να μεσολαβήσουν για την παράδοση. Στις 23.00 της 20ης Φεβρουαρίου έφθασε στις προφυλακές του 9ου Τάγματος Ευζώνων άμαξα με δυο Τούρκους αξιωματικούς και τον επίσκοπο Δωδώνης Γερβάσιο με επιστολή των Προξένων για την παράδοση της πόλεως και την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Στις 04.30 της 21 Φεβρουαρίου 1913 ολοκληρώθηκε η συμφωνία για την παράδοση των Ιωαννίνων και της φρουράς του με όλο τον οπλισμό.
Ξημέρωσε η 21η Φεβρουαρίου 1913. Τα Ιωάννινα λούστηκαν στο λαμπερό φως του ήλιου.
17Ο ουρανός και οι δρόμοι γέμισαν από πεταμένα μισοφέγγαρα και φέσια. Η Γαλανόλευκος κυμάτιζε στο κάστρο περήφανη. Χιλιάδες γαλανόλευκες, σύμβολα ιερά που κεντήθηκαν με δάκρυα και θυσίες πέντε αιώνων, που παραδίδονταν ιερή κληρονομιά από γιαγιά σε εγγόνια, κυμάτιζαν παντού. Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στα Ιωάννινα κάτω από χειροκροτήματα και ζητωκραυγές και ο Γιαννιώτης Ανθυπίλαρχος Χρίστος Αδαμίδης πετώντας γεμάτος ενθουσιασμό πάνω από τη γενέτειρά του, προσγείωσε το αεροπλάνο του στην Πλατεία του.
Η γενική επίθεση άρχισε τα χαράματα της 20ης Φεβρουαρίου 1913 μετά από έντονη προπαρασκευή πυροβολικού. Η 3η Φάλαγγα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά σε τρεις κατευθύνσεις και κατέλαβε μέχρι το μεσημέρι τα υψώματα Μεγάλης Τσούκας, και την Κοσμηρά συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους και πολεμικό υλικό. Η 2α φάλαγγα με το 8ο και 9ο Τάγμα Ευζώνων με Διοικητές τους Ταγματάρχες Ιατρίδη και Βελισάριο έχοντας εξασφαλισμένο το δεξιό τους κατέλαβαν την Πεδινή και συνέχισε συνέχισαν ακάθεκτα προς Ιωάννινα. Ο Διοικητής της Φάλαγγας Γιαννακίτσας διαπιστώσας ότι εκπληρώθηκε η αποστολή του διέταξε να επιστρέψουν τα τάγματα ευζώνων στην Πεδινή. Ευτυχώς οι αγγελιαφόροι του δεν μπόρεσαν να επιδώσουν τη διαταγή και έτσι οι εύζωνοι συνέχισαν την προέλασή τους.
Την 18η ώρα έφθασαν στον Άγιο Ιωάννη, σε μικρή απόσταση από τα Ιωάννινα. Απέκοψαν τις τηλεφωνικές γραμμές και διέκοψαν την επικοινωνία με το Μπιζάνι. Κατά τη διάρκεια της νύχτας συνέλαβαν περίπου 1.000 αιχμαλώτους που υποχωρούσαν προς τα Ιωάννινα. Η 1η φάλαγγα κατόρθωσε με τη λόγχη να καταλάβει τη Μεγάλη Ράχη και τον προφήτη Ηλία. Στο κέντρο και το δεξιό της διατάξεως οι μονάδες προωθήθηκαν 600 μέτρα εντός της τουρκικής διατάξεως. Η τολμηρή διείσδυση των Ευζώνων και η διακοπή κάθε επαφής με τα οχυρά Μπιζανίου ανάγκασε τον Εσσάτ πασά να παραδοθεί. Για να αποφύγει την παραπέρα καταστροφή των δυνάμεών του απευθύνθηκε στους Προξένους της Ρωσίας, Ρουμανίας, Γαλλίας και Αυστροουγγαρίας να μεσολαβήσουν για την παράδοση. Στις 23.00 της 20ης Φεβρουαρίου έφθασε στις προφυλακές του 9ου Τάγματος Ευζώνων άμαξα με δυο Τούρκους αξιωματικούς και τον επίσκοπο Δωδώνης Γερβάσιο με επιστολή των Προξένων για την παράδοση της πόλεως και την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Στις 04.30 της 21 Φεβρουαρίου 1913 ολοκληρώθηκε η συμφωνία για την παράδοση των Ιωαννίνων και της φρουράς του με όλο τον οπλισμό.
19Ξημέρωσε η 21η Φεβρουαρίου 1913. Τα Ιωάννινα λούστηκαν στο λαμπερό φως του ήλιου. Ο ουρανός και οι δρόμοι γέμισαν από πεταμένα μισοφέγγαρα και φέσια. Η Γαλανόλευκος κυμάτιζε στο κάστρο περήφανη. Χιλιάδες γαλανόλευκες, σύμβολα ιερά που κεντήθηκαν με δάκρυα και θυσίες πέντε αιώνων, που παραδίδονταν ιερή κληρονομιά από γιαγιά σε εγγόνια, κυμάτιζαν παντού. Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στα Ιωάννινα κάτω από χειροκροτήματα και ζητωκραυγές και ο Γιαννιώτης Ανθυπίλαρχος Χρίστος Αδαμίδης πετώντας γεμάτος ενθουσιασμό πάνω από τη γενέτειρά του, προσγείωσε το αεροπλάνο του στην Πλατεία του Διοικητηρίου στα σημερινά Λιθαρίτσια.
Ο Αρχιστράτηγος εισήλθε επίσημα στην πόλη στις 22 Φεβρουαρίου, όπου επακολούθησε δοξολογία στο μητροπολιτικό ναό μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα. Η είδηση απελευθέρωσης των Ιωαννίνων έγινε δεκτή με άκρατο ενθουσιασμό από τον ελληνικό λαό. Απέσπασε ευμενέστατα σχόλια από τον ευρωπαϊκό τύπο και ταυτόχρονα αναπτέρωσε το φρόνημα και το γόητρο του Ελληνικού Στρατού. Οι απώλειες των δυνάμεων που ανέλαβαν την κυρία επίθεση στις 20 Φεβρουαρίου, ανήλθαν σε 5 αξιωματικούς και 259 οπλίτες..

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ

1913AΟι παράγοντες που οδήγησαν για μια ακόμη φορά το Έθνος στα ένδοξα πεπρωμένα του συνοψίζονται :
- Στην ενότητα και ομοψυχία στρατού, λαού, πολιτειακής, πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας
- Στη μεγαλόπνοη πολιτικο-διπλωματική διορατικότητα και στη σωστή σχεδίαση, προετοιμασία και εκτέλεση των επιχειρήσεων από τον τότε Πρωθυπουργό και Υπουργό Στρατιωτικών Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο..
- Στην αδυναμία της Τουρκίας να μεταφέρει ενισχύσεις από τη Μικρά Ασία, όπου είχε επιστρατεύσει 250.000 άνδρες, εξαιτίας της απόλυτης κυριαρχίας του Ελληνικού Στόλου στο Αιγαίο από τις πρώτες ημέρες του πολέμου.
- Στο υψηλό ηθικό, τη μαχητική ικανότητα, την αυταπάρνηση, την εθελοθυσία και την αυτοθυσία αξιωματικών, οπλιτών και λαού.
- Τέλος, στη πολεμική αρετή των Ελλήνων που μεγαλούργησε ανά τους αιώνες. Που αποθεώθηκε με την ορμή, τον ηρωισμό, την ανδρεία που άγγιζε τα όρια της παραφροσύνης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ2Η επέτειος των 96 χρόνων από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων δεν είναι μια απλή υπόμνηση ενός μεγάλου θριάμβου. Είναι εθνική έξαρση και ανάταση των ηθικών δυνάμεων του έθνους μας. Είναι πηγή διδαχής και παραδειγματισμού που πρέπει διεξοδικά να διδάσκεται στους νέους μας. Είναι ύμνος της ψυχής και της λόγχης, της ομοψυχίας και της ενότητας του ελληνικού λαού που γνωρίζει πολύ καλά, αιώνες τώρα, ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται. Κερδίζεται διαρκώς από κάθε γενιά και από κάθε άτομο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΓΕΑ/ Υπηρεσία Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας, “Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας (1908-1918)”, Τόμος Α΄, Αθήνα, 1980.
2. ΓΕΣ/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), “Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου 1912″, Αθήνα, 1988.
3. ΓΕΣ/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), “Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην Ήπειρο 1912″, Αθήνα, 1992.
4. ΓΕΣ/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), “Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων 1912-1913″, Αθήνα, 1992.
5. ΓΕΣ/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), “Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913)”, Αθήνα, 1987.
6. Μαρκεζίνη Σ., “Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος”, Πάπυρος Πρες, Αθήνα, 1967.
7. Ιστορικό Αρχείο ΔΙΣ/ΓΕΣ (Πολεμικές εκθέσεις-προσωπικά ημερολόγια).
Πηγή http://www.zosimaia.gr/?page=article&id=193

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 1913


===================================


====================================


======================================


=======================================

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 20 ΦΕΒΡ. 1913



"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."
(Παύλος Βρέλλης)




«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε, 

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»


«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου, γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... » 
[Ιπποκράτης]






Ο Γιαννιώτης Αϊ Γιάννης

[μαρτύρησε στις 18 Απριλίου 1526 μ.Χ.]
Bληθείς καμίνου εν μέσω Iωάννη,
Xριστώ προσήδες ύμνον ευχαριστίας.

Δεκὰτ Ἰωάννης ὀγδοάτηῃ δέμας ἀπηνῶς καύθη.




Του Χρήστου Χρηστοβασίλη

Όταν έπεσαν τα Γιάννινα στα χέρια του Σουλτάν Μουράτ, κατά τα 1431, δηλαδή είκοσι δυο χρόνια πριν παρθεί η Πόλη, οι Χριστιανοί Γιαννιώτες, επειδή είχαν υποταχτεί θεληματικά στον Τούρκο, και συνθηκολογήσει μ’ αυτόν, διατήρησαν το προνόμιο να κάθονται στο Κάστρο, μαζί με τους παλιούς τους Εβραίους. Οι Τούρκοι, οι εφτά Φατήχηδες έχτισαν σπίτια έξω από την κεντρική θύρα του Κάστρου, όπου κατοικούσαν κι όσοι άλλοι Τούρκοι έρχονταν από τότε είτε ως δημόσιοι υπάλληλοι, είτε ως στρατιωτικοί και μαζί μ’ αυτούς κι’ οι νέοι Εβραίοι κι’ όσοι άλλοι Χριστιανοί έρχονταν να εγκατασταθούν στα Γιάννινα, από ξένα μέρη, είτε από Ηπειρωτικά χωριά, γιατί δεν περίσσευε χώρος να χτίσουν σπίτια μέσα στο Κάστρο. Έτσι σχηματίστηκαν ξεχωριστοί συνοικισμοί, χώρια οι τούρκικοι, χώρια οι χριστιανικοί και χώρια οι εβραϊκοί κι’ οι γύφτικοι.

Το προνόμιο αυτό, του να κατοικούν οι χριστιανοί Γιαννιώτες μέσα στο Κάστρο, τώχουν χάσει στα 1611, όταν έγινε η επανάσταση του Διονυσίου του Σοφού, που προσωνομάστηκε ύστερα για τούτο από τους Τούρκους Σκυλόσοφος. Έτσι βγήκαν οι χριστιανοί από το Κάστρο, και μπήκαν οι Τούρκοι, έπιασαν τα χριστιανικά σπίτια, γκρέμισαν τες εκκλησιές και τα μανναστήρια που ήταν εκεί κι’ έχτισαν τζιαμιά στην θέση τους.
Μια από τες χριστιανικές συνοικίες, που είχαν χτιστεί τότε έξω από το Κάστρο, πριν διωχτούν απ’ εκεί οι χριστιανοί, ήταν κι η συνοικία του Πλιθοκοποιού. Εκεί κατά τα 1520 ζούσε μια φτωχή οικογένεια, απ’ έναν πατέρα, μια μάννα κι’ ένα παιδί, που λέγονταν Γιαννάκης. Είχαν το σπιτάκι τους κοντά στο σημερινό Γυμναστήριο, που σώζονταν ως τες ημέρες του πάππου μου, αλλ’ είναι τώρα χρόνια, που δεν μπόρεσε να το διατήρηση πλειο η χριστιανική ευσέβεια της συνοικίας, που το θεωρούσε ως κειμήλιο ιερό. Στα 1855 καταστράφηκε τέλεια, το μάχονταν από την μια την μεριά, ο τούρκικος φανατισμός κι’ από την άλλη εκείνοι που διατηρούσαν εκεί τα πλιθοκοποιά.
Ο Γιαννάκης σ’ ηλικία δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών ήταν θαύμα ομορφιάς. Νόμιζε κανείς ότι δεν ήταν γεννημένος στον κόσμο τούτον, αλλ’ είχε πέσει, σαν αστέρι από τον ουρανό και σκαντάλιζε τα βάσκανα μάτια των Τούρκων, οι οποίοι, αν κι’ είχαν λίγα χρόνια που είχαν αρνηθεί τον Χριστιανισμό, έρεπαν σ’ όλες τες αμαρτίες των Ασιανών Τούρκων. Άλλοι Τούρκοι τον προσωνόμαζαν αυγερινό, άλλοι φεγγάρι κι’ άλλοι ήλιο.
Λέγουν πως μια μέρα πιάστηκαν πεντέξι Τούρκοι εξ αιτίας του, μαχαιρώθηκαν και σκοτώθηκαν στην βρύση, που αφορμής από το γεγονός αυτό ωνομάστηκε «Κανλή Τσιεσμέ» ήτοι αιματωμένη βρύση, που οι Τουρκογιαννιώτες το παρέφθειραν σε «Καλούτσιανη», από την οποία βρύση πήρε τ’ όνομα όλη η συνοικία, που είχε αρχίσει να κατοικιέται, σωζόμενη ως τα σήμερα. Αυτός ο πολλαπλός φόνος συντάραξε τους Τουρκογιαννιώτες κι’ αποφάσισαν, κατόπιν ιερού φετβά να παραδώσουν τον Γιαννάκη ως ηθικόν αυτουργόν στον κατή για να τον καταδικάσει εις θάνατον. Αλλ’ η Μητρόπολη τον παρέλαβε νύχτα και κρυφά τον έκρυψε στο Μοναστήρι των Ασπραγέλων του Ντοβρά, για κάμποσον καιρό κι’ ύστερα τον έστειλε στον Πατριάρχη στην Πόλη. Ήταν τότε Πατριάρχης ο Ιερεμίας ο Ζιτσιώτης, ο οποίος τον σύστησε αμέσως σ’ έναν μεγάλον Χριστιανόν ράφτην, για να μάθη την τέχνη και να βγάζει το ψωμί του.
Ο Γιαννάκης είχε μεγάλη επίδοση στην ραφτικήν κι’ ο αφεντικός του βλέποντας τον καλόν, δουλευτάρη και τίμιον νέον, έβαλε με το νου του να τον κάνη γαμπρόν στην μοναχοθυγατέρα του.
Μια μέρα πέρασε από το κατάστημα ο ιμάμης της συνοικίας και παράγγειλε έναν τζιουμπέ. Ύστερα από δυο-τρεις μέρες ράφτηκε ο τζιουμπές κι’ επιφορτίστηκε ο Γιαννάκης να τον πάγη στο σπίτι του ιμάμη, για να πάρει και την αξία του. Εκείνη την ώρα έλειπε ο ιμάμης στο τζιαμί και τον δέχτηκε η γυναίκα του η οποία, μόλις τον είδε, έμεινε εκστατική από την «ομορφιά του κι’ έβαλε κι’ αυτή με το νου της να τον κάνη γαμπρό στην μοναχοθυγατέρα της, την Ζουλέϊκα. Δίνοντας τον τζιουμπέ ο Γιαννάκης θέλησε να φύγει και να επιστρέψει στο ραφτάδικο, αλλ’ η ιμάμαινα τον κράτησε με γλυκά λόγια και με γλυκά κεράσματα: αρωματισμένο και χρωματισμένο σερμπέτι και ταούκ-γκιοξού. Σ’ αυτό απάνω έφτασε κι’ ο ιμάμης από το τζιαμί. Έλαβε τον τζιουμπέ, ευχαριστήθηκε και πλήρωσε την αξία του. Ο Γιαννάκης λαβόντας τα χρήματα του τζιουμπέ έφυγε τρεχάτος για το κατάστημα, αφήνοντας στον ιμάμη και στην ιμάμαινα την λάμψη και την γοητεία της ομορφιάς του. Η ιμάμαινα ανεκοίνωσε αμέσως την σκέψη πουχε συλλάβει για τον Γιαννάκη κι’ ο ιμάμης την έγκρινε.
- Βαλαχή! Είπε η ιμάμαινα στον άντρα της, είναι κρίμα νάναι ο Άγγελος αυτός του Αλλάχ γκιαούρης και να πάει στο Τζιεχενέμ η ψυχή του! Πρέπει να γένη μουσουλμάνος κι’ ύστερα θα τον κάνουμε παιδί μας στην Ζουλέϊκά μας…
- Καλά το λες γυναίκα μου, αλλά πρέπει να θέλει και το παιδί να γένη Τούρκος. Δεν γένεται με το στανιό. Ξέρεις τι σκυλιά είναι οι γκιαούρηδες για την ψεύτικη τους θρησκεία; Τους κρεμάς ή τους ρίχνεις στην φωτιά για νάρθουν στην αληθινή μας πίστη κι’ αυτοί δέχονται την κρεμάλα τραγουδώντας ή πηδούν στες φλόγες μέσα χαρούμενοι, για την αγάπη του Ισά.
- Να βρεις τρόπο να ξανάρθει αυτό το γκιαουρόπαιδο στο σπίτι μας κι’ εγώ θα τα καταφέρω!
- Είν’ εύκολος ο τρόπος. Είπ’ ο ιμάμης. Παραγγέλω στον αφεντικό του έναν χιρκά και τ’ αγγελόμορφο παιδί θα μου τον φέρει. Πε μου κι’ εμένα όμως για να ξέρω τι θα κάνη;…
- Να σου ειπώ… θάρθη ο Άγγελος μας με τον χιρκά. Θα τον μπάσω μέσα στον οντά της Ζουλέϊκας, σε λίγο θα μπει μέσα κι’ η Ζουλέϊκά κι’ ύστερα δυο μάρτυρες μουσουλμάνοι θα ιδούν να βγαίνουν από τον οντά ο Άγγελος μας κι’ η Ζουλέϊκά μας, με το πρόσωπο γυμνό, χωρίς τον φερετζιέ της. Οι μάρτυρες θα μαρτυρήσουν αυτό στον κατή, ο κατής θα πιστέψει την μαρτυρία τους, θα τον θεώρηση μουσουλμάνον κι’ εσύ ως ιμάμης θα διαταχτής να τον σουνετέψης.
- Βαλαχή! Πολύ καλά τα λες γυναίκα μου, αλλ’ αν δεν θελήσει;
- Είναι δυνατόν να μην θελήσει, όταν μάλιστα ιδή την Ζουλέϊκά μας; Αν όμως δεν θελήσει, τότε κάχρ ολσούν για να μην χαίρωνται οι γκιαούρηδες τέτοια ομορφιά!
Όπως σχεδίασε η ιμάμαινα έτσι κι’ έγιναν: Πέρασε ο ιμάμης από το ραφτάδικο που δούλευε ο Γιαννάκης και παρήγγειλε τον χιρκά. Ύστερα από δυο μέρες ο Γιαννάκης τον πήγε στο σπίτι του ιμάμη, τον έμπασε η ιμάμαινα στον οντά της Ζουλέϊκας, όπου μπήκε κι’ η Ζουλέϊκά χωρίς τον φερετζιέ της, ύστερα ο ιμάμης, η ιμάμαινα, η Ζουλέϊκά οι δυο μάρτυρες κι’ ο Γιαννάκης μπροστά στον κατή, διαδικασία και καταδίκη του Γιαννάκη εις θάνατον, αν δεν θελήσει να σουνευτή και να γένη μουσουλμάνος.
Ο Γιαννάκης διαμαρτυρήθηκε ότι είναι χριστιανός και δεν αλλάζει την χριστιανική του πίστη κι’ ο κατής διέταξε την προφυλάκιση του, με την κατηγορία ότι είχε σχέσες με μουσουλμάνα και ότι της είχεν υποσχεθεί να γένη μουσουλμάνος και να την συζευχθή.
Έμαθε όλα αυτά ο αφεντικός του Γιαννάκη, έτρεξε στον Πατριάρχη Ιερεμία και του ανέφερε το κακό που βρήκε το αθώο παιδί. Ο Πατριάρχης λυπήθηκε κατάκαρδα μαθόντας τα κι’ έστειλε αμέσως στην φυλακή τον Μέγα Πρωτοσύγκελο να πληροφορηθεί πως είχε γίνει η κατηγορία του και να τον ενίσχυση στον ιερόν αγώνα του Χριστού. Ο Γιαννάκης εξωμολογήθηκε στον Μέγα Πρωτοσύγκελο όλην την αλήθεια, ότι δεν είχε καμιά σχέση με την κόρη του ιμάμη κι’ ότι όλη αυτή την σκευωρία την έπλεξαν η ιμάμαινα κι’ ο ιμάμης, που είχαν βαλθεί να τον τουρκέψουν, για να τον κάνουν γαμπρό κι’ εβεβαίωσε τον απεσταλμένον του Πατριάρχη ότι θα υπόμενε κάθε μαρτύριο, όσο σκληρό κι’ αν θα ήταν και θ’ απέθνησκε ηρωικά προς δόξαν του Χριστού!
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Όλος ο Χριστιανικός Κόσμος της Πόλης πήγαινε στες εκκλησιές για ν’ ακούσει τα πάθη του Χριστού. Ο Γιαννάκης πάθαινε τα πάνδεινα στη φυλακή για την αγάπη του Χριστού: δαρμούς, σουβλιά στα νύχια των χεριών και των ποδιών του και δαγκάματα των κρεάτων του με τανάλια. Κι’ όμως απαντούσε στους τυράννους του τούρκικα:
- Μπεν χριστιάν ντογντούμ, βε χριστιάν ολετζιέηλε!
Την άλλη μέρα, άγια και Μεγάλη Παρασκευή, ήρθαν στην φυλακή ο ιμάμης με την γυναίκα του και με την θυγατέρα τους την Ζουλέϊκά και παρακαλούσαν με αληθινά δάκρυα τον Γιαννάκη ν’ αρνηθεί την πίστη του Χριστού και να γίνει Τούρκος, να γλυτώσει την ζωή του και ν’ απόλαψη όλα τ’ αγαθά του Κόσμου, δόξες και τιμές αλλ’ ο Γιαννάκης τους απαντούσε με ιερόν θυμόν κι’ ιερήν αγανάκτηση:
- Η πίστη του Χριστού μου είναι η αληθινή, η δική σας είναι ψεύτικη και πεθαίνω ευχαρίστως για τον Χριστό, που πέθανε σαν σήμερα απάνω στον Σταυρό για την σωτηρία του Κόσμου.
Έφυγαν βαρύθυμοι ο ιμάμης με την γυναίκα του και με την κόρη του και πήγαν και παρακάλεσαν τον κατή ν’ αναβάλει την εκτέλεση της θανατικής ποινής του Γιαννάκη για οχτώ μέρες και να διάταξη να μην τον τυραννούν ως εκείνην την ημέρα, με την ελπίδα ότι ενδέχονταν ν’ αλλάξει γνώμη και να γένονταν Τούρκος. Τον αγαπούσαν και τον συμπονούσαν αληθινά, αν κι’ αυτοί ήταν οι αίτιοι των βασάνων του και του επικείμενου θανάτου του. Και ποιος πατέρας και ποια μάννα δεν θα ήθελαν να κάνουν γαμπρό στην μοναχοθυγατέρα τους έναν επίγειον άγγελον, σαν τον Γιαννάκη;
Την ημέρα του Μεγάλου Πάσχα τώστειλε ο Πατριάρχης μ’ έναν διάκο του δέκα κόκκινα αυγά, μια πλάτη ψημένου αρνιού και τρεις προσφορές της πατριαρχικής λειτουργίας μαζί με μήνυμα να μείνει ακλόνητος στην πίστην του Χριστού, πράγμα πολύ τολμηρό σ’ εκείνον τον καιρό που βασίλευε στες δυο Ήπειρες και στες δυο θάλασσες ο Σουλτάν Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, ο μεγαλύτερος Σουλτάνος της Τουρκίας, πούχε εκτείνει τες κατάκτησες του, από την μια μεριά προς την Δύση ως την Βιέννη κι’ από την άλλη, προς την Ανατολή, ως το κέντρο της Περσίας. Αληθινά πολύ τολμηρό σ’ εκείνους τους μαύρους καιρούς για το ελληνικόν Έθνος που δεν άξιζε πλειότερο από ένα κρομμύδι το κεφάλι ενός χριστιανού ραγιά.
Μόλις έλαβε τα πατριαρχικά δώρα ο Γιαννάκης, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του κι’ άρχισε να ψάλλει το «Χριστός ανέστη». Τόψαλλε με τέτοια ψυχική διάθεση κι’ ευχαρίστηση, που έκανε τους δήμιους του να εκπλαγούν για την αγγελική του φωνή και μην εννοώντας την γλώσσα μας, να τον παρακαλούν να το λέγει όσες φορές ήθελε την ημέρα και την νύχτα, γιατί δεν ήξεραν ότι εκείνο που νόμιζαν αυτοί ωραίο τραγούδι ήταν το πρώτο και το μεγάλο σάλπισμα της ανάστασης του Χριστού και της σωτηρίας του ανθρώπινου Γένους!
Ο Πατριάρχης Ιερεμίας, για να σώσει τον πατριώτη του τον Γιαννάκη, πήγε ως τον Μέγαν Βεζύρην Ιμπραχήμ-πασιάν, Παργηνόν εξωμότην, ευνοούμενον και δεξί χέρι του Σουλτάνου Σουλεϊμάν αλλ’ ήταν φευγάτος εκείνες τες ημέρες για την Ουγγαρία και την Αυστρία. Αυτός, αν και εξωμότης βοηθούσε πάντα τους Χριστιανούς όταν μπορούσε να το κάνη, χωρίς να εκτεθεί στα μάτια των Τούρκων. Μ’ αυτά δεν είχεν απομείνει άλλο για τον καϋμένον το Γιαννάκη, παρά το μαρτυρικό στεφάνι που θα φορούσε την Παρασκευή της Πασκαλιάς.
Ξημέρωσε κι’ η Παρασκευή της Πασκαλιάς!
Ο Γιαννάκης ετοιμάστηκε για να υποστεί την θανατική του καταδίκη, μην θέλοντας ν’ αρνηθεί τον Χριστόν του, με όσες δελεαστικές προτάσες τώστελναν στην φυλακή ο ιμάμης κι’ η ιμάμαινα κάθε μέρα. Την ορισμένη ώρα παρουσιάστηκαν εκεί, ο κατής, ο ιμάμης με την ιμάμαινα, οι δυο Τούρκοι μάρτυρες κι’ ένας παπάς των Πατριαρχείων με την θείαν κοινωνίαν για να μεταλάβει τον μελλοθάνατον μάρτυρα, αν θάμενε ως την τελευταία στιγμή σταθερός στην πίστη του Χριστού.
Στες φυλακές εκείνην την ιερήν στιγμήν επάλευαν ο Χριστιανισμός με τον Μωαμεθανισμόν, ο Ελληνισμός με τον Τουρκισμόν, η Εκκλησιά με το Τζιαμί, η Αδυναμία με την ισχυρή Βία, και το Φως της Ελευθερίας με το Σκότος της Δουλείας και της βαρβαρότητας !…
Ο κατής ερώτησε τον κατάδικον Γιαννάκην:
- Εξακολουθάς ν’ αρνιέσαι τον αληθινόν Προφήτην του Θεού Μωαμέτην;
Κι’ ο Γιαννάκης απάντησε θαρραλέος:
- Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα, τον υιόν του Ιησούν Χριστόν και το Άγιον Πνεύμα και σε κανέναν άλλον!
Ύστερα ο κατής στρεφόμενος προς τους δυο Τούρκους μαρτύρους, τους ερώτησε:
- Τον είδατε εσείς, με τα μάτια σας τον κατηγορούμενον, να βγαίνει απ’ αυτόν τον οντάν με την θυγατέρα του ιμάμη Ζουλέϊκαν, χωρίς να φοράει τον φερετζιέ της;
Κι’ οι μάρτυρες αποκρίθηκαν:
- Βαλλαχή! Μπιλιαχή! Τον είδαμε να βγαίνει από τον οντά, μαζί με την θυγατέρα του ιμάμη, χωρίς τον φερετζιέ της.
Τότε ο κατής είπε στον παπά του Πατριαρχείου, που περίμενε με το αρτοφόρι:
- Είναι δικός σας και κάνετε ό,τι ορίζει η ψευτοθρησκεία σας.
Ο παπάς πρόσφερε στον μελλοθάνατον κατάδικο την θείαν κοινωνίαν, σάρκα κι’ αίμα του Χριστού κι’ έψαλε κλαίοντας το «Μετά πνευμάτων δικαίων την ψυχήν του δούλου σου του Ιωάννου, Σώτερ, ανάπαυσον …»
Ο κατής έγραψε σ’ ένα κομμάτι χαρτί τον τυπικόν γιαφτά και τον κρέμασε στον λαιμό του Γιαννάκη. Ο γιαφτάς έλεγε: «Επειδή ο Γιαννιώτης Γιαννάκης αρνήθηκε ν’ αναγνώριση τον αποσταλμένον του αληθινού Θεού πεϊγαμπέρ Μωαμέτη, καταδικάζεται να καεί ζωντανός. Έτσι τιμωρούνται όσοι αρνιούνται την αληθινήν πίστην του θεού και του προφήτη του Μωαμέτη».
Στην αυλή της φυλακής είχεν αναφτεί μια μεγάλη φωτιά. …
Έφεραν εκεί οι δήμιοι τον αγιασμένον νεομάρτυρα Γιαννάκη της συνοικίας του Πλιθοκοποιού του Γιαννίνου και τον έρριξαν απάνω στες φλόγες, ενώ αυτός έψαλε χαρούμενος:
- «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω, θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Ο παπάς γύρισε στο Πατριαρχείο περίχαρος για τον θρίαμβο και την νίκη της Χριστιανικής θρησκείας, κι’ ο κατής με τον ιμάμη, την ιμάμαινα και τους δυο μαρτύρους έφυγαν κατησχημένοι.
Μαθόντας ο Ζιτσιώτης Πατριάρχης Ιερεμίας το μαρτύριο του συμπατριώτη του Γιαννάκη, εθαύμασε την σταθερή του πίστη προς τον Χριστόν κι’ η Μεγάλη Εκκλησία τον εκήρυξε άγιο και τον γιορτάζει στες 18 Απριλίου.
______________________
 Aπό το βιβλίο του Χρήστου Χρηστοβασίλη: «Γιαννιώτικα διηγήματα», των εκδόσεων Ροές.
______________________________________

 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Γόνος κάλλιστος, Ἰωαννίνων, κλέος ἔνθεον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε, τῶν γὰρ Μαρτύρων ζηλώσας τὴν ἄθλησιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς τερπνόν σε φοίνικα, Ἰωαννίνων ἡ πόλις, εὐκλεῶς βλαστήσασα, κατατρυφᾷ τῆς σῆς δόξης, πόθῳ γάρ, τῷ τοῦ Δεσπότου λαμπρῶς ἀθλήσας, τέθυσαι, ὡς ὁλοκάρπωμα τῇ Τριάδι· διὰ τοῦτο Ἰωάννη, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.

Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν ἄνωθεν δύναμιν, ἐνδεδυμένος καλῶς, ποινῶν κατεφρόνησας καὶ ἀπειλῶν καὶ φρουράς, ἀνδρείῳ φρονήματι, ὅθεν καὶ ὡς ἐπέβης, τῷ πυρὶ γηθοσύνως, ἔφλεξας τὴν ἀπάτην, τῷ πυρὶ τῶν σῶν πόνων, διὸ σὲ Ἰωάννη, Χριστὸς ἐθαυμάστωσε.

Ὁ Οἶκος
Κλήσει σαφῶς ἀκολουθῶν, χάριτος ὤφθης σκεῦος, τρόποις καὶ ἤθεσι σεμνοῖς, καὶ καθαρότητι ζωῆς, κλεινὲ κεκοσμημένος· καὶ τῇ θείᾶ χαριτωθεὶς ἀγάπῃ, τὸ αἷμά σου ὑπὲρ Χριστοῦ, προείλου ὅλῃ τῇ ψυχῇ, ἐκχέαι Ἰωάννη· ἔνθεν μαρτυρικῷ ἀναφλεχθεὶς ζήλῳ, πρὸς μαρτυρίου ἀπεδύσω ἀγῶνας, νεότητος ἄνθος, καὶ κόσμου ἡδέα ὑπεριδὼν ὡς φθειρόμενα καὶ Χριστὸν ὁμολογήσας, ᾔσχυνας τῆς πλάνης τὴν ὀφρύν, καὶ πλείστοις προσωμίλησας βασάνοις, ἀπεριτρέπτῳ φρονήματι· καὶ ἐν πυρᾷ ὡμοτάτως ῥιφθείς, καὶ ἐν αὐτῇ τὸν αὐχένα τμηθείς, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, καὶ προσφορὰ τελειότατη, καὶ θυμίαμα εὔοσμον τῷ Χριστῷ προσηνέχθης· παρ’ οὗ λαμπρῶς δοξασθείς, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.

Μεγαλυνάριον
Ἄνθος εὐωδέστατον καὶ τερπνόν, τῶν Ἰωαννίνων ἀνεδείχθης Μάρτυς Χριστοῦ, καὶ λαμπρῶς ἀθλήσας, εὐφραίνεις Ἰωάννη, χαρίτων εὐωδίᾳ, πιστῶν τὸ πλήρωμα.

Αφιέρωμα στη ΝΕΤ για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Ηπείρου


100 χρόνια ελεύθερη Ήπειρος

Στη Μηχανή του Χρόνου με τον Χρίστο Βασιλόπουλο. 
Έκτακτη δίωρη επετειακή εκπομπή.
Πέμπτη 11 Απριλίου 2013 - απόγευμα: 16.00-18.00, στη ΝΕΤ.


Με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Ηπείρου, η «Μηχανή του Χρόνου» παρουσιάζει σε δύο εκπομπές- ντοκιμαντέρ για τις θρυλικές μάχες των οχυρών του Μπιζανίου που ολοκλήρωσαν το διπλασιασμό των συνόρων της Ελλάδας κατά τον Α΄ βαλκανικό πόλεμο.
Τα γυρίσματα της εκπομπής, που κράτησαν πολλούς μήνες, έγιναν στα πεδία των μαχών, ενώ για τις ανάγκες της ιστορικής αφήγησης έγιναν αναπαραστάσεις με την συμμετοχή μεγάλου αριθμού πολιτών και στρατιωτικών.
Δείτε το Τρέιλερ της εκπομπής:


Α΄ μέρος: ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ
Β΄ μέρος: O ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ Η ΤΕΛΙΚΗ ΜΑΧΗ

Με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Ηπείρου, η «Μηχανή του Χρόνου» παρουσιάζει σε δύο εκπομπές- ντοκιμαντέρ για τις θρυλικές μάχες των οχυρών του Μπιζανίου που ολοκλήρωσαν το διπλασιασμό των συνόρων της Ελλάδας κατά τον Α΄ βαλκανικό πόλεμο.




 Στο πρώτο μέρος η έρευνα επικεντρώνεται σε μια άγνωστη σελίδα των Βαλκανικών πολέμων: στο έπος των εθελοντών μαχητών, που συνέρρευσαν από την πρώτη στιγμή στα στρατολογικά γραφεία για να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή. Βουλευτές άφησαν τα έδρανα της βουλής και ντύθηκαν στο χακί, μαζί με γιους αλλά και κόρες πρωθυπουργών, ολυμπιονίκες, δημάρχους και κυρίες της αριστοκρατίας των Αθηνών. Ακόμα και μετανάστες στην Αμερική πούλησαν όσο-όσο τις επιχειρήσεις τους και έκαναν το υπερπόντιο ταξίδι για να πολεμήσουν. Ξεχωριστή σελίδα αποτελεί η άγνωστη ιστορία του τάγματος των Γαριβαλδινών από την Ιταλία, οι «διεθνείς ταξιαρχίες της Ελλάδας», που συντάχτηκαν με αυταπάρνηση στο αγώνα των Ελλήνων και πολλοί από αυτούς άφησαν την τελευταία τους πνοή στα πανίσχυρα οχυρά του Μπιζανίου, οργανωμένα αριστοτεχνικά από γερμανούς επιτελικούς.



Εμβληματικός ήταν ο θάνατος του ποιητή και βουλευτή Λορέντζου Μαβίλη, που ξεψύχησε στις παρυφές των Ιωαννίνων με τα λόγια: «δεν περίμενα τέτοια τιμή, να δώσω τη ζωή μου για την Ελλάδα».
Το δεύτερο μέρος μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, φωτογραφίες και απόρρητα έγγραφα που προβάλλονται για πρώτη φορά, ρίχνει φως στην πεντάμηνη πολιορκία που προηγήθηκε της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων. Οι καιρικές συνθήκες και τα παρασκηνιακά διπλωματικά παιχνίδια έφτασαν τον ελληνικό στρατό στα όριά του, ενώ παράλληλα, στην πολιορκημένη πόλη που υπέφερε από την πείνα, διαδραματιζόταν ένας άλλος πόλεμος, υπόγειος και εξίσου επικίνδυνος: ο πόλεμος των κατασκόπων. Άνδρες και γυναίκες όλων των τάξεων, αγνόησαν τις αγχόνες των τούρκων και στρατολογήθηκαν στο κατασκοπευτικό δίκτυο. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει η προσφορά του Νικολάκη εφέντη, ομογενή αξιωματικού από τη Μικρά Ασία, που υπηρετούσε σε ανώτερα κλιμάκια του τουρκικού στρατού και πλήρωσε τις πληροφορίες που έδωσε με τη ζωή του.



Στην τελική επίθεση δεν υπήρξε κανείς που να μην προσέφερε: οι γυναίκες της ηπείρου ανέβασαν κανόνια στις απόκρημνες κορυφές των βουνών, οι κατάσκοποι διέσπειραν ψευδείς πληροφορίες για το παράτολμο σχέδιο των Ελλήνων επιτελικών και οι εύζωνες με τη γενναιότητά τους κατάφεραν να φέρουν ξανά τη γαλανόλευκη στους ιστούς της ιστορικής πόλης.
Τα γυρίσματα της εκπομπής, που κράτησαν πολλούς μήνες, έγιναν στα πεδία των μαχών, ενώ για τις ανάγκες της ιστορικής αφήγησης έγιναν αναπαραστάσεις με την συμμετοχή μεγάλου αριθμού πολιτών και στρατιωτικών.

 

Στην εκπομπή περιγράφουν γνωστά και άγνωστα γεγονότα του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων οι ιστορικοί Βασίλης Αναστασόπουλος, Ιωάννης Παπαφλωράτος, Μαίρη Κωστή, Λίνα Δημητρίου, Κώστας Σταματόπουλος, ο ιστορικός του Μουσείου Μπενάκη Τάσος Σακελλαροπουλος, ο Διευθυντής του ιδρύματος Ελ. Βενιζέλος Νίκος Παπαδάκης, οι πανεπιστημιακοί Γεώργιος Καψάλης, Ιωάννης Σταυρουλάκης, ο αντιστράτηγος ε.α. Σταύρος Δερματάς, ο αντιστράτηγος ε.α. Παναγιώτης Ζάρας, ο αντισυνταγματάρχης Ανάργυρος Καταραχιάς, ο πρόεδρος Εταιρίας Ηπειρωτικών Μελετών Κώστας Βλάχος, ο πρώην δήμαρχος Ιωαννίνων Αναστάσιος Παπασταύρος, ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Τζόκας, ο Γ.Γ. Εταιρίας Λογοτεχνών και Συγγραφεων Ηπείρου Αλέξανδρος Φαρμάκης, ο αντιπρόεδρος της Εθνολογικής Εταιρίας Νίκος Ρωκ Μελάς, ο απόγονος της οικογένειας Τσικλητήρα Ηρακλής Τσικλητήρας, ο εκπαιδευτικός Μιχάλης Δάλλας και ο συλλέκτης Πάνος Τσιλίκης.

100 χρόνια Ελεύθερη Ηπειρος. Έκτακτο δίωρο αφιέρωμα.
Στη Μηχανή του Χρόνου με τον Χρίστο Βασιλόπουλο.
Πέμπτη, 11 Απριλίου στις 16.00-18.00 από τη ΝΕΤ. 


Η ιστορία των Ιωαννίνων σε τρεις ομιλίες!



Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο Δήμος Ιωαννιτών και το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών διοργανώνουν κύκλο ομιλιών, στην αίθουσα αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας:

• Δευτέρα 8 Απριλίου 2013
Βαρβάρα Παπαδοπούλου, Προϊσταμένη 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με θέμα:
 «Περί Ιωαννίνων: Νεότερα στοιχεία για τις απαρχές της πόλης» 


• Δευτέρα 15 Απριλίου 2013
Μαρία Παππά, Αρχειονόμος - Ιστορικός Δήμου Ιωαννιτών, με θέμα:
 «Η πόλη των Ιωαννίνων μέσα από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής στο λυκαυγές της απελευθέρωσης»


• Τετάρτη 24 Απριλίου 2013
Γιώργος Σμύρης, Επίκουρος Καθηγητής Παν/μίου Ιωαννίνων ΠΤΕΤ, με θέμα:
 «Ο χώρος της Αρχαίας Δωδώνης: 1913-2013. Ιδεολογικές συνιστώσες στην αποκατάσταση των μνημείων»


Ώρα έναρξης: 7 μ.μ. Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.



Στην έκθεση του γλύπτη Θ. Παπαγιάννη με θέμα «το ψωμί»




Σήμερα το σχολείο μας επισκέφτηκε την έκθεση του γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη στο Σουφαρί Σεράι, στο κάστρο των Ιωαννίνων, που έχει ως βασικό θέμα «το ψωμί» και πραγματοποιείται στα πλαίσια του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Στην έκθεση μάς ξενάγησε ο ίδιος ο δημιουργός ενώ είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του τον τρόπο, τις μεθόδους και τα υλικά που χρησιμοποιεί στα έργα του.




Το 2013 που γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από την Απελευθέρωση τόσο των Ιωαννίνων όσο και της Θεσσαλονίκης, κλήθηκα να συμμετάσχω κι εγώ στον εορτασμό με δύο εκθέσεις, μία στα Γιάννενα στο χώρο των αρχείων του κράτους Σουφαρί Σεράι, χώρο υποβλητικό και μια στη Θεσσαλονίκη στο Τελλόγλειο.
Οι εκθέσεις αυτές είναι συνέχεια των μεγάλων εκθέσεων που έγιναν στην Αθήνα το 2012 στο Μουσείο Μπενάκη και στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Δύο εκθέσεις στις οποίες παρουσιάστηκε δουλειά 20 σχεδόν χρόνων που με σημάδεψαν. Αφετηρία ήταν τα κάψιμο του Πολυτεχνείου. Οι εκθέσεις αυτές συνέπεσαν με τη βαθιά οικονομική και όχι μόνο κρίση που μαστίζει τη χώρα μας.
         


Η πρώτη είχε τίτλο «ο χορός»… μα αν ήθελα να βάλω τον πλήρη τίτλο θα έλεγα «ο χορός της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας». Γιατί ο χορός αυτός που τον αποτελούσαν 35 υπερφυσικές τοτεμικές μορφές σε σχήμα χορού ήταν καμωμένες από τα αποκαΐδια του Πολυτεχνείου. Και τι άλλο από τραγωδία είναι το κάψιμο ενός Πνευματικού ιδρύματος τέτοιας σημασίας, ένα από τα σπουδαιότερα νεοκλασικά κτίρια με ιστορία, άντρο της γνώσης και έργο των Ηπειρωτών Εθνικών Ευεργετών; Έζησα εκεί περισσότερα από 45 χρόνια σαν σπουδαστής και δάσκαλος, δεν θα
μπορούσα να μείνω αδιάφορος μπροστά σε ένα τέτοιο γεγονός. Τα έργα αυτά με τα σημάδια της καταστροφής επάνω τους ήταν η δική μου αντίδραση στη βαρβαρότητα που ζούμε.
       
Η έκθεση στο Βυζαντινό Μουσείο είχε θέμα το ψωμί. 

Το ψωμί με τον όποιο συμβολισμό και με ότι σηματοδοτεί η λέξη στην παγκόσμια ιστορία και τον αγώνα του ανθρώπου να το αποκτήσει. Ουσιαστικά η μεγάλη πορεία από 1300 κεραμικές ανθρώπινες φιγούρες που καταλήγουν στο ψωμί δεν είναι τίποτα άλλο από τη βασανισμένη πορεία της ανθρωπότητας για την επιβίωση, ένα πρόβλημα καθαρά υπαρξιακό. Και δες τι σύμπτωση καθώς βαδίζαμε … αμέριμνοι κι επαναπαυμένοι σε μια ψεύτικη ευημερία ήρθε η ώρα να πούμε πάλι το ψωμί ψωμάκι. Ποιος φταίει γι’ αυτή την κατάσταση ας μην το αναλύσουμε. 20 χρόνια ετοίμαζα αυτή τη δουλειά ζώντας έναν αδιόρατο φόβο πως το κακό δεν θα αργήσει. Μάγος δεν είμαι αλλά ούτε καμιά μαντική ικανότητα χρειαζόταν κανείς αν έβλεπε τα σημάδια. Τώρα θα μάθουμε αδερφέ μου, όπως λέει
και ο ποιητής, να κουβεντιάζουμε ήρεμα, ήσυχα κι απλά ή για μια φορά ακόμα θα φαγωθούμε μεταξύ μας. Θα μάθουμε άρα από τα λάθη μας ή θα οδηγηθούμε πάλι σε λάθος συμπεράσματα; Θα κάνουμε κάτι περισσότερο ώστε ο έρμος αυτός τόπος να ορθοποδήσει ή θα τον βουλιάξουμε τελειωτικά; Αυτή είναι η αγωνία μου.
       
Τα 100 χρόνια Απελευθέρωσης, είναι γεγονός πως δεν μας βρίσκουν και στα καλύτερά μας και ο Θεός ας βάλει το χέρι του.

Θεόδωρος Παπαγιάννης
Αθήνα 10/1/2013


 ΤΟ ΨΩΜΙ
    Το ψωμί και η ιερότητα του είναι ένα θέμα που με απασχολεί τα τελευταία χρόνια. Εκλαμβάνω το ψωμί σαν βασική έννοια της ζωής του ανθρώπου με τη διαχρονική του σημασία και με ό,τι σημαίνει για τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων, που καθημερινά αγωνίζονται να το αποκτήσουν.

    "Η αρχή του σύμπαντος είναι το ψωμί", θα πει ο Διαγόρας, που μαζί με το κρασί, "επιτρέπει στον άνθρωπο να γίνει πολιτισμένος", θα διαβάσουμε στο έπος του Γκιλγκαμές, μια από τις αρχαιότερες μαρτυρίες του μεσογειακού πολιτισμού. Τον άρτο και τον οίνο, η χριστιανική θρησκεία μετέτρεψε αργότερα σε σώμα και αίμα του Χριστού.

    Η χαρακτηριστική ρήση "τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον" από τη μια και ένα στάχυ από την άλλη, γίνονται δύο όψεις ενός πολύτιμου ορειχάλκινου μεταλλείου, που διαπερνά και στολίζει τα έργα μου.

    Η ιερότητα του ψωμιού υποδηλώνεται με το μαύρο στολισμένο πανί, που στρώνεται στο έδαφος και τον χορό των μορφών που αναπτύσσεται τριγύρω, συμβολίζοντας θεότητες ή υπερφυσικές προστατευτικές δυνάμεις, αλλά και ξόρκια ή και σκιάχτρα που συχνά στήνονται στα χωράφια, για να προστατέψουν τη σοδειά.

    Για κάποιους από μας, που γεννηθήκαμε στις αρχές της δεκαετίας του '40, μέσα στην πείνα το ψωμί έχει προσλάβει ιερό χαρακτήρα. Είναι συνυφασμένο με την επιβίωση μας. Μικροί, θυμάμαι, ορκιζόμασταν στο ψωμί. "Μα το ψωμάκι", λέγαμε και κάναμε το σταυρό μας, για να μας πιστέψει ο άλλος κι ήταν αυτός ο μεγαλύτερός μας όρκος.
Κι όταν ένα κομματάκι περίσσευε ή μας έπεφτε στο χώμα, το παίρναμε, το φιλούσαμε και το βάζαμε σε μια τρυπούλα του τοίχου, μην τύχει και πατηθεί, κι ήταν αυτό μεγάλη αμαρτία.

    Έτσι δίδασκε η γιαγιά και η μάνα, γιατί είχαν κι αυτές πολύ πεινάσει στη ζωή τους. Το ψωμί, έτσι κι αλλιώς, έβγαινε δύσκολα εκείνες τις εποχές και με πολύ αγώνα. Το φάσμα της πείνας ήταν αυτό που τρόμαζε περισσότερο.
Από τότε κύλησαν χρόνοι πολλοί. Χορτάσαμε το ψωμί, κι αρχίσαμε τις δίαιτες!... Άντε τώρα να πιστέψεις τους πεινασμένους...Τι κι αν αυτοί συχνά πυκνά κάνουν την εμφάνιση τους μπουλούκια στις οθόνες μας και μας κοιτούν μ' αγριεμένα μάτια από την πείνα, εμείς κάνουμε ζάπινγκ και αλλάζουμε κανάλι. Οι λαμπεροί σταρ, η γκλαμουριά, καθώς λένε, όλ' αυτά τα φανταχτερά φυτά και οι γλάστρες δίπλα τους που χαριεντίζονται, είναι ανώδυνο θέαμα, χωνεύεται
καλύτερα...

    Πώς ν' αντιμετωπίσεις άλλωστε τα πεινασμένα μάτια;

Θ. Παπαγιάννης


"Γράμματα από το μέτωπο 1912 - '13" και "Γκρίχου" από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων


Η Πειραματική Σκηνή του ΔΗΠΕΘΙ για δυο μόνο παραστάσεις, την Πέμπτη 28 και την Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013, με ώρα έναρξης 8.30’ το βράδυ, στο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ηπείρου (πρώην «σουφαρί –σεράι») 
Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.
_________________________________________________

Η δεύτερη φετινή του θεατρική παραγωγή έρχεται από την Πειραματική Σκηνή του Θεάτρου και παρουσιάζει μια ιδιαίτερα πρωτότυπη παράσταση, μια παραγωγή αφιέρωμα – συμμετοχή του ΔΗΠΕΘΕ στα εκατοστά «Ελευθέρια» της πόλης..
Πρόκειται για μια εκδήλωση όπου συμπρωταγωνιστούν τα γλυπτά-φαντάσματα του Θόδωρου Παπαγιάννη και τα ηπειρώτικα ακούσματα του Κώστα Βέρδη, της Μαριάννας Τζήμα και της παρέας τους.
Θα δοθούν δυο παραστάσεις την Πέμπτη 28 και την Παρασκευή 29 Μαρτίου, ώρα 8.30 μ.μ., στο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ηπείρου (πρώην σουφαρί – σεράι) με ελεύθερη για το κοινό είσοδο. Ως συνδιοργανωτές παρουσίασης των παραστάσεων συμμετέχουν εκτός από το ΔΗΠΕΘΕ το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών και το Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ηπείρου.
Συντελεστές της παράστασης είναι:
- Καλλιτεχνική επιμέλεια και συντονισμός: Δημήτρης Πετρόπουλος,
- Μουσική: Κώστας Βέρδης,
- Φωνητικά: Μαριάννα Τζήμα,
- Φωτισμοί: Δημήτρης Πετρόπουλος, Βαγγέλης Νέτης
Το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων ευχαριστεί θερμά όλους όσους ανιδιοτελώς βοήθησαν στην οργάνωση και την υλοποίηση της θεατρικής αυτής παραγωγής και ιδιαίτερα τους/τις κ.κ.: Δημήτρη Πετρόπουλο, Θόδωρο Παπαγιάννη, Δημοσθένη Παπαμάρκο, Μάρθα Παπαδοπούλου και το Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ηπείρου, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών, Μαριάννα Τζήμα, τους χορηγούς επικοινωνίας, καθώς και το «mostra graphic arts» που βοήθησε στη φωτογραφική σύνθεση της αφίσας.

H παράσταση περιλαμβάνει δύο μέρη.
Στο πρώτο μέρος της θα παρουσιαστούν τα «Γράμματα από το μέτωπο 1912-13».
Πρόκειται για συγκλονιστικές μαρτυρίες, από τους αληθινούς πρωταγωνιστές του πολέμου, τις οποίες αφηγείται ο Μιχάλης Μπίζιος με τη συνοδεία μαθητών του 1ου Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου Ιωαννίνων.

«Αλλ΄εκείνο το οποίον συνεκλόνισε σύρριζα την ψυχήν μου και εκύλισεν άφθονα τα δάκρυα ήτο η αδύνατη αλλά διαπεραστική φωνή ενδεκαετούς παιδιού ζητωκραυγάζοντος υπέρ του Ελληνισμού. Ακόμη αντηχεί εις την ακοήν μου το ηχηρόν εκείνο κύμα της παιδικής ζητωκραυγής. Επροχωρήσαμεν προς το χωρίον, τα Πεστά, αλλ΄εκρατούσα σφικτά από το χέρι το Ηπειρωτάκι εκείνο, το οποίον μέσα εις την πλημμύραν εκείνην των συγκινήσεων πόσα και πόσα δεν εσυμβόλιζε εις την φαντασίαν μου. Όταν τα όνειρα ενσαρκούνται εις την απτήν πραγματικότητα προ του μεγάλου εσωτερικού σεισμού μετατοπίζεται καθαυτό η ψυχή» καταθέτει ο Κύπριος εθελοντής Γιάγκος Τορναρίτης, πολεμιστής στο μέτωπο Ηπείρου εκείνον το χειμώνα του 1912-13.

Στο Δεύτερο μέρος της παράστασης και σε πρώτη πανελλήνια θεατρική παρουσίαση, θα παρουσιαστεί το έργο του Δημοσθένη Παπαμάρκου «Γκρίχου» από τον Δημήτρη Πετρόπουλο. Γκρίχου θα πει… ύψωσε το ανάστημά σου, αναστήσου, εξεγέρσου.
Ανάστηθι, Κύριε, εν οργή σου,
Υψώθητι εν τοις πέρασι των εχθρών σου.
Εξεγέρθητι, Κύριε ο Θεός μου, εν προστάγματι, ω ενετείλω
(Ψαλμοί Δαυίδ, Ζ΄,7)

«Η γραφή του 28χρονου Παπαμάρκου ρέει με άνεση που σπάνια συναντά κανείς σε συγγραφείς της ηλικίας του, είναι απελευθερωμένη από κάθε είδους φτιασίδωμα, είναι άμεση και σκληρή» σχολιάζει ο blogger «Don’t ever read me».

«Βάλε να φάω, βάλε να πιω, κι έτσι ν’ αναθυμήσω
πώς κάμουνε οι βλάμηδες κι οι ξυπνητοί άνθρωπου.
Γιατί αδελφός του ξάπλωσα, μ’ αναγυρίζω ίσκιος».

Ένα σχόλιο από τον Δημήτρη Πετρόπουλο:
«Αυτός ο λαός δεν προσκυνάει κανέναν παρά μόνο τους νεκρούς του» λέει ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. «Ουκ είθισται τοις Έλλησι προσκυνέειν».

Εμείς ήρθαμε εδώ για ν’ ανταμώσουμε με τους νεκρούς μας. Χωρίς φόβο. Χωρίς μελαγχολία. Ν΄ ακούσουμε τι έχουν να μας πουν, να πούμε τα δικά μας, να θυμηθούμε τα παλιά, να οργανώσουμε το μέλλον. Χωρίς τη μνήμη, αύριο δεν υπάρχει. Ούτε αλήθεια. Μονάχα ερημιά. Απέραντη.

Στο εικαστικό περιβάλλον του Ηπειρώτη γλύπτη Θόδωρου Παπαγιάννη, παρέα με «τα φαντάσματά του» όπως τα αποκαλεί ό ίδιος, που προκαλούν συγκινησιακές δονήσεις ισχυρές, ενσωματώνουμε τα Ηπειρώτικα ακούσματα του Κώστα Βέρδη, της Μαριάννας Τζήμα και της παρέας τους, τη δύναμη του λόγου του Δημοσθένη Παπαμάρκου και το δροσάτο προανάκρουσμα του μέλλοντος από το στόμα μαθητών του 1ου Πειραματικού Δημοτικού σχολείου Ιωαννίνων, για να αναβιώσουμε ένα αντάμωμα με τους νεκρούς μας. Αντάμωμα ψυχών. Λυτρωτικό. Αντάμωμα αφιερωμένο στη μνήμη του άγνωστου στρατιώτη και στη μάνα μου. Το χωριό της, τα Πεστά, ήταν ο τελευταίος ελληνικός προμαχώνας πριν από το Μπιζάνι («Στα Πεστά και στο Μπιζάνι, μάνα μου, τι κρύο κάνει»).

Η Πειραματική Σκηνή του ΔΗΠΕΘΙ για δυο μόνο παραστάσεις, την Πέμπτη 28 και την Παρασκευή 29 Μαρτίου με ώρα έναρξης 8.30’ το βράδυ, στο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ηπείρου (πρώην «σουφαρί –σεράι»). Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη. Χορηγοί επικοινωνίας: Δημοτικό Ραδιόφωνο, ΕΡΑ ραδιοφωνικός σταθμός Ιωαννίνων. Μια ακόμη θεατρική παραγωγή με τη σφραγίδα του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, 98η στη σειρά από την αρχή της λειτουργίας του Θεάτρου.

Πηγή: epirusinfo.com

21 Φεβρουαρίου 1913 - « Τα Γιάννενα ἦταν πιὰ ἐλεύτερα! »




21η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913*  -  Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
[της φιλολόγου Φασούλη-Τσαμπαλᾶ Κωνσταντίνας]





«Σ’ ὅλο τὸν κόσμο ξαστεριὰ
Σ’ ὅλο τὸν κόσμο ἥλιος
Καὶ στὰ  καημένα Γιάννενα
Μαῦρο βαθὺ σκοτάδι».

  Μαῦρο βαθὺ σκοτάδι  σκέπασε τὰ Γιάννενα ἐπί πέντε  ὁλόκληρους αἰῶνες, ἀπό τις 9 Ὀκτωβρίου  τοῦ 1430, ἀπὸ τότε δηλαδὴ ποὺ ὁ Τοῦρκος  κατακτητὴς εἰσῆλθε στὴν πόλη καὶ  ἐξαπλώθηκε σ’ ὅλη τὴν περιοχή.

  Ὅμως  ἀπὸ  τὴ στιγμὴ ποὺ ἔπεσε ἡ Βυζαντινὴ  Αὐτοκρατορία, κανένας δὲν πίστεψε πὼς ὅλα ἀνῆκαν στὸ πυρωμένο ἀπὸ  τὴ βία τοῦ τυράννου παρόν. Ὅλοι νωρὶς συνειδητοποίησαν τὴ διάρκεια τῆς φυλῆς κι ἡ πίστη στὸν Θεὸ καὶ στὰ ἰδανικά, τοὺς γέννησαν τὴν ἐλπίδα πὼς «πάλι μὲ χρόνους μὲ καιροὺς πάλι δικά μας θἆναι».

  Ὁ κατακτητὴς βέβαια ἦταν σκληρὸς καὶ ἀδυσώπητος. Ἔσφαζε, τυραννοῦσε, ἅρπαζε τὰ παλληκαρόπουλα γιὰ νὰ τὰ κάνει Γενίτσαρους, ἐχθροὺς τοῦ ἔθνους καὶ τῆς πίστης. Μὰ οἱ Ἕλληνες κρατοῦσαν κι οἱ Γιαννιῶτες κρατοῦσαν. Κάποτε μάλιστα σήκωναν ἀποφασιστικὰ τὸ κεφάλι, ὅπως τὸ 1611 μὲ τὸν Διονύσιο Φιλόσοφο, γιὰ ν’ ἀποτινάξουν τὸ ζυγό, νὰ διώξουν τὸν κατακτητή. Χωρὶς ἀποτέλεσμα βέβαια. Μάλιστα οἱ κάτοικοι τότε τὸ πλήρωσαν ἀκριβά. Διώχτηκαν μέσα ἀπὸ τὸ κάστρο, ὅπου κατοικοῦσαν, καὶ πετάχτηκαν ἔξω ἀπροστάτευτοι κι ἐκτεθειμένοι στὶς ἄγριες διαθέσεις τῶν Τούρκων. Κι ὅμως δὲν λύγισαν.

  Ἄρχισαν μιᾶς ἄλλης μορφῆς ἀγώνα. Ἀγώνα τοῦ  πνεύματος. Στὰ πιὸ σκοτεινὰ χρόνια τῆς  πορείας τοῦ ἔθνους στὰ Γιάννενα καλλιεργήθηκαν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα ἀπὸ σοφοὺς διδασκάλους καὶ λειτούργησαν ἀξιόλογες σχολές, ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὸν σημαιοφόρο γιὰ τὴν ἐθνικὴ ἐπανάσταση. Ἀναπτύχθηκε τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ τέχνη· διασώθηκε ἡ παράδοση.

  Ἔτσι  ὁ ζυγός τῆς  δουλείας ἔγινε  ἐλαφρύτερος καὶ σιγά-σιγὰ τὰ Γιάννενα ὅσο οἱ αἰῶνες κυλοῦσαν ἔγιναν ἡ  πατρίδα ὅλων ἐκείνων ποὺ πίστευαν στὸ ὑπέρτατο ἀγαθὸ τῆς  ἐλευθερίας, τῆς  πνευματικῆς ἐλευθερίας.

  Κι  ὅταν ξημέρωσε ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα  τῆς 25ης Μαρτίου 1821 κι ὅλη ἡ Ἑλλαδα ξεσηκώθηκε γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ, ἀναπτερώθηκαν κι οἱ ἐλπίδες τῶν Γιαννιωτῶν. Ὅμως, ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο ἑλληνισμὸ καὶ χωρὶς ἐνισχύσεις, ἔχοντας πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι τους τὸ φοβερὸ Ἀλή-πασὰ ὡς τὸ 1822, ὅταν ὁ σουλτανικὸς στρατὸς τὸν ἐξουδετέρωσε, τὰ Γιάννενα δὲν ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὸ φῶς τῆς λευτεριᾶς.

  Τὰ  σύνορα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους  μετὰ τὴν ἐπανάσταση σταμάτησαν στὴν Ἄρτα καὶ ἡ υπόλοιπη Ἤπειρος εξακολούθησε νὰ εἶναι τούρκικη.

  Γιὰ τὴν  Ἤπειρο ἡ μεγάλη ὥρα ἔφτασε στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1912, ἀρχὴ τῶν βαλκανικῶν πολέμων, ὅταν στὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα τῆς Ἄρτας ἔπεσε ἡ πρώτη κανονιὰ καὶ ἀκούστηκε μὲ δωρικὴ λιτότητα ἡ διαταγὴ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς στρατιᾶς ποὺ προορίζονταν γιὰ τὴν Ἤπειρο, στρατηγοῦ Σαπουντζάκη:

  -Εἰσβάλατε διὰ τῆς γεφύρας τῆς Ἄρτης εἰς τὸ ἠπειρωτικὸν ἔδαφος.

  «Ἐμπρὸς καὶ στὰ Γιάννενα, ἀκούεται μιὰ  κραυγὴ καὶ ὅλος ὁ κόσμος ποὺ καμαρώνει  τοὺς εὐζώνους καὶ δακρύζει εἰς τὸ πέρασμά των, σείεται ἀπὸ τὴν  ἐπανάληψιν τῆς  ὡραίας καὶ συγκινητικῆς εὐχῆς…», γράφει ἱστορικὸς τῆς  ἐποχῆς.

  Ἔτσι  ἄρχισε ἐκείνη ἡ ἐποποιία τοῦ 1912-13. Πολεμοῦσε  ὁλάκερη ἡ φυλή. Τὶς τάξεις τοῦ  στρατοῦ πύκνωναν ἐθελοντικὲς ὁμάδες ἀπ’ τὸν ὑπόδουλο ἑλληνισμὸ καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ κάθε ἄκρη τῆς γῆς. Ὅλοι πολεμοῦσαν γιὰ τ’ ἀναλλοίωτα καὶ ἀπαράγραπτα δίκαια τοῦ ἔθνους καὶ ἡ ἱερὴ τοῦ Γένους παράδοση συνεχιζόταν.

  «Ἡ  μισὴ Αἴγυπτος ἦταν σκορπισμένη στὴν Ἤπειρο», ἀναφέρει ἡ ζωγράφος- λογία  Φλωρά-Καραβία.

  Ἁπὸ τὴν  Ἀμερικὴ ἔφτασαν οἱ νέοι Ἱερολοχίτες  πού, προσκολλημένοι στὸ ἀνεξάρτητο Σύνταγμα Κρητῶν, πρόσφεραν τὸν ἑαυτό τους θυσία στὸν ἀδυσώπητο θεὸ τοῦ πολέμου γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἠπείρου.

  Καὶ πῶς  νὰ παραλείψουμε τὸν γλυκὺ καὶ εὐγενῆ κερκυραῖο ποιητὴ Λορέντζο Μαβίλη πού, ξεψυχώντας στὴ λυσσαλέα μάχη τοῦ  Δρίσκου, πρόφερε τὴν ὑπέροχη φράση: «Δὲν τὴν ἤλπιζα τέτοια τιμή, νὰ δώσω τὴ ζωή μου γιὰ τὴν Ἑλλάδα».

  Ὅσο ὅμως πρόθυμη καὶ ἂν ἦταν ἡ προσέλευση τῶν  ἐθελοντῶν ποὺ προστέθηκαν  στὶς τάξεις τοῦ ἑλληνικοῦ τακτικοῦ στρατοῦ, ἡ δύναμη τοῦ ἀντιπάλου, ὅπως πάντα ἄλλωστε στοὺς ἀγῶνες τῶν  Ἑλλήνων, ἦταν σαφώς ἀνώτερη. Καὶ ἡ ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ τῶν Τούρκων συμπληρωνόταν μὲ τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα ποὺ εἶχαν ὑψώσει οἱ κατακτητὲς γύρω ἀπ’ τὰ Γιάννενα μὲ πρῶτο καὶ σημαντικότερο τὸ ἀπόρθητο ὀχυρὸ τοῦ Μπιζανίου, τοῦ ὁποίου τὰ σχέδια ἔθεσε ὁ Γερμανὸς στρατάρχης Γκὸλτς ἀπὸ τὸ 1909. Τὰ ὀχυρὰ αὐτὰ ἦταν σὲ τέτοια θέση ὥστε νὰ ἐλέγχουν ὅλα τὰ Γιάννενα ἀλλὰ καὶ τὸν δρόμο πρὸς τὴν Πρέβεζα, μοναδικὴ ἔξοδο τῶν Ἰωαννίνων πρὸς τὴ Νότια Ἑλλάδα.

  Κι  ὅσο ὁ καιρὸς περνοῦσε κι ἦταν φανερὸ πλέον πὼς ἦταν κοντὰ ἡ τελικὴ ἀναμέτρηση τῆς   ἑτοιμόρροπης ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας μὲ τοὺς ὑπόδουλους ἀκόμα  σ’ αὐτὴν βαλκανικοὺς λαοὺς τόσο καὶ ὁ κλοιὸς ἄρχισε νὰ σφίγγει  γύρω ἀπὸ τὰ Γιάννενα. Οἱ Τούρκοι  ὁλοκλήρωσαν περιμετρικὰ τὴν ὀχύρωση. Τὰ Γιάννενα ἀποκλεισμένα ἀπὸ παντοῦ. Πῶς θὰ μπορέσει νὰ εἰσχωρήσει ὁ ἑλληνικὸς στρατός;

  Στὸν κεντρικὸ δρόμο ἀπὸ Πρέβεζα γιὰ Γιάννενα ὁ στρατός μας βρίσκεται καθηλωμένος πολὺν καιρό. Χιόνια, κρύο, βροχές…

  «Στὰ  Πεστὰ καὶ στὸ Μπιζάνι, Μάνα μου τί κρύο κάνει.»

  Τὰ  ἐχθρικά λοιπὸν πυροβόλα βάλλουν ἀλύπητα καὶ τὸ Μπιζάνι παραμένει ἀπόρθητο.

  Στὶς 10 Ἰανουαρίου, ὅταν ὁ νέος ἀρχηγός  τῶν  ἐπιχειρήσεων, διάδοχος Κωνσταντῖνος ἔφτασε στὸ μέτωπο ὁ ἀγώνας πῆρε μίαν ἄλλη ἔκφραση. Ἀπ’ τὸ Χάνι τοῦ Ἐμίν-Ἀγὰ ὅπου εἶχε τὸ στρατηγεῖο του ἔστειλε μήνυμα στὸν συμμαθητή του στὴν Ἀκαδημία τοῦ Βερολίνου, Ἐσσὰτ πασᾶ, νὰ τοῦ παραδώσει τὴν πόλη.

  «Ἔχω  διαταγὴ νὰ ἀμυνθῶ ὅσο δύναμαι, καὶ θὰ ἀμυνθῶ»: ἀπήντησεν ἐκεῖνος.

  Ἔτσι  ὁ ἀγώνας συνεχίστηκε. Τὸ ἀδύνατο  τῆς  κατάληψης τοῦ Μπιζανίου ὁδηγεῖ τὸ ἐπιτελεῖο στὴν ἀπόφαση νὰ ἐπιτεθεῖ ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ τοῦ μετώπου, δηλαδὴ ἀπὸ Μανωλιάσα καὶ περιοχὴ Δωδώνης. Ἐνισχύεται τὸ δεξιὸ μὲ πυροβολικὸ γιὰ παραπλάνηση τοῦ ἐχθροῦ καὶ στὸ ἀριστερὸ μεταφέρονται νύχτα στρατεύματα.

  Ἡ κατάστρωση τοῦ σχεδίου αὐτοῦ ἀποδίδεται στὸν Ἰωάννη Μεταξὰ καὶ στὴν ἐκτέλεσή του ἀποφασιστικὴ ὑπῆρξε ἡ βοήθεια  τοῦ Νικολάκη ἐφέντη, γενναίου Ἕλληνα, ὑπασπιστῆ τοῦ Βεχήτ-μπέη, μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ ἔδινε γιὰ τὶς κινήσεις τῶν Τούρκων.

  Ἀπὸ τὴ χαραυγὴ τῆς  19ης  Φεβρουαρίου ἄρχισε ὁ σφοδρὸς βομβαρδισμὸς τοῦ Μπιζανίου καὶ Καστρίτσας καὶ στὶς 20 Φεβρουαρίου κυριεύονται ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ τὰ περισσότερα ὀχυρά, ἐνῷ γιὰ πρώτη φορὰ ἀπ’ τὸν ψηλότερο αὐχένα τῆς Ὀλύτσικας ἠχοῦν αἰφνιδιαστικὰ τὰ πυρὰ τῶν δύο ὀρειβατικῶν πυροβόλων ποὺ ὅλη τὴ νύχτα τ’ ἀνέβασαν γυναῖκες τῶν γύρω χωριῶν.

  Τὰ  τουρκικὰ στρατεύματα μπροστὰ στὴν ὁρμὴ τοῦ στρατοῦ μας ἔφευγαν  φοβισμένα γιὰ τὰ Γιάννενα. Μαζί τους παρέσυραν καὶ τοὺς ἄντρες τοῦ  Ἐσὰτ πασᾶ, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἄϊ Γιάννη (σημερινὴ Ἀνατολή). Ἐκεῖ ἔφτασαν ἄντρες τῆς 2ης  ἑλληνικῆς φάλαγγας ὅπου κατέλαβαν τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο πυροβολικοῦ καὶ ἀπέκοψαν τὰ τηλεφωνικὰ καλώδια Ἰωαννίνων-Μπιζανίου.

  Σ’  αὐτὲς τὶς ἐνέργειες πρωταγωνιστοῦν ὁ ἥρωας Βελισσαρίου μὲ τὸν  ταγματάρχη Ἰατρίδη.

  Τὸ  βράδυ τῆς  20ης  Φεβρουαρίου τὰ ὑπόλοιπα εὐζωνικὰ τάγματα βρισκονται ἔξω  ἀπὸ τὰ Γιάννενα στὸ χωριὸ Ραψιστά. Τὰ Γιάννενα ζοῦσαν τὴ στερνὴ νύχτα τῆς σκλαβιᾶς τους. Οἱ τελευταῖες ἀναλαμπές της, φώτιζαν τρομακτικὰ ἐρείπια. Βουνὰ ὀργωμένα ἀπ’ τὰ κανόνια. Χώματα ποτισμένα, βαμμένα στὸ κόκκινο. Κάμποι ματωμένοι. Ὅλα βουτηγμένα στὸ αἷμα. Χιλιάδες κοράκια πετοῦν, σωροὶ τὰ πτώματα. Στὶς χαράδρες, στοὺς λόφους, στοὺς κάμπους περπατᾶ ἡ φρίκη. Στὴν πολιτεία περπατᾶ ἡ ἐρήμωση.

  Στὶς  πέτρινες πλατεῖες καὶ στὰ καλντερίμια  ἠχοῦν τὰ γοργὰ βήματα τῶν τυράννων. Κινοῦνται σπασμωδικά. Νιώθουν τὴ μοιραία στιγμή. Εἶναι ἡ τελευταία τους νύχτα. Ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια…  ἀπό πεντε αἰῶνες…

  Κατὰ  τὶς δύο, ξημερωνοντας ἡ 21η Φεβρουαρίου 1913, ἐπιτροπὴ ἀπὸ δύο Τούρκους ἀξιωματικοὺς μὲ τον επίσκοπο Δωδώνης ποὺ τοὺς συνοδεύει ὁ Βελισσαρίου, μεταφέρουν στὸ ἑλληνικὸ στρατηγεῖο τοῦ Ἐμὶν ἀγὰ ἐπιστολὴ τῶν προξένων Ἰωαννίνων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν κατὰ παράκληση τοῦ ἀρχιστρατήγου Ἐσὰτ πασᾶ τὴ σύναψη ἀνακωχῆς.

  Ὁ Ἕλληνας  ἀρχιστράτηγος Κωνσταντῖνος ζητᾶ τὴν  παράδοση τῆς  πόλης ἄνευ ὅρων. Ἡ  συμφωνία ὑπογράφεται στὶς τέσσερις  τὸ πρωί. Ἦταν ἡ μεγάλη ὥρα.

  Ἡ παράδοση τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ  ἡ πτώση τῶν  ὀχυρῶν ἦταν πράξη  δικαιοσύνης καὶ ὄχι ὑλικῆς ὑπεροπλίας. Ἦταν τὸ ἠθικὸ αἴτημα τῶν  αἰώνων.

  Ἔτσι  ξημέρωσε ἡ ἁγιασμένη μέρα τῆς 21ης Φεβρουαρίου ποὺ στάθηκε ὁ σταθμὸς καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς νεώτερης ἱστορίας τοῦ ἠπειρωτικοῦ χώρου.

  Ἡ πολιτεία τινάχτηκε λεύτερη μὲ θεϊκὴ ὀμορφιά! Ὁ ελληνικός στρατὸς εἰσέρχεται μὲ τὸν διάδοχο Κωνσταντῖνο καὶ  τὸν πρωτεργάτη τῆς  ἀπελευθέρωσης  στρατηγὸ Βελισσαρίου, θριαμβευτὴς  στὰ Γιάννενα.

  Πάνω  τους κυμάτιζαν οἱ γαλανόλευκες ποὺ  ξεδιπλώθηκαν ἀπ’ τὰ μπαούλα ὅπου ἦταν κρυμμένες χρόνια ὁλόκληρα. Οἱ ἀναστάσιμες καμπάνες ἠχοῦσαν μελωδικά. Ἀπ’ τὸ Μιτσικέλι, τὸ Δρίσκο καὶ τὴν Ὀλύτσικα τὸ ἀγέρι μυρωδικὸ καὶ δροσερὸ ἔφερνε στοὺς εὐεργέτες καὶ στοὺς διδασκάλους τοῦ Γένους τὸ χαρούμενο μήνυμα πὼς ὁ σπόρος τους καρποφόρησε.

  Τα  Γιάννενα ἦταν πιὰ ἐλεύτερα!



*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Θ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2012


Οδός Νικολάκη Εφέντη ή Ν. Παπαδοπούλου;


Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο: e Γιάννινα ~
"Μια άλλη ματιά στη πόλη των θρύλων και των παραδόσεων"



Του Κώστα Φωτόπουλου


Βρίσκεται γειτονιά με τις κατοικίες αξιωματικών και σχηματίζει το τρίγωνο μαζί με τους δρόμους Μάρκου Μπότσαρη και Παπάζογλου.
Φέρει τον απλό τίτλο: οδός Ν. Παπαδοπούλου, που δε λέει τίποτα, αντί του πραγματικούΝικολάου Μιζαντζή, ή Μιζαντζόγλου υπολοχαγού του Τουρκικού Στρατού, ο οποίος ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, στο Επιτελείο του Συνταγματάρχου Βεχήπ αδελφού του Εσάτ Πασιά.

Ο ανωτέρω, κατά την πολιορκία ταυ Μπιζανίου τροφοδοτούσε ,κατά την Ελευθ. Ι. Νικολαΐδου («Η Απελευθέρωσις των Ιωαννίνων», 1975, σ. 26, εκδ. Ε.Η.Μ.), το Ελληνικό Στρατηγείο με πληροφορίες σπουδαιότατης σημασίας. Το πιο σημαντικό στοιχείο, πού πρόσφερε ήταν η σχεδίαση του Χάρτη τού Μπιζανίου με τα πυροβόλα και τις δυνάμεις που υπεράσπιζαν το οχυρό.
Συγκεκριμένα: υπήρχε πυροβολείο των Τούρκων αθέατο και απυρόβλητο, που με τα δραστικά πυρά του «πολλάς ιφθίμου ψυχάς Αχαιών Άιδι προΐαψεν».
Είχε πάρει το όνομα «Σκύλλα» (ή Σκυλί), σαν ο «Κέρβερος» του Άδου των Αρχαίων.
Τους χάρτες αυτούς τους σχεδίασε στο Γραφείο του Ίω. Λάππα υπεύθυνου και των πληροφοριών και της κατασκοπείας (είχε την ιδιότητα του Γραμματέως και Διερμηνέως του Γαλλικού Προξενείου), σε δύο νύχτες.
Οι χάρτες τοποθετήθηκαν μέσα στο σαμάρι τού γαϊδουριού του μεταφορέως Δημητρίου Γραβάνη δασκάλου, από τη Σαντοβίτσα (τώρα Μάρμαρα) και μεταφέρθηκαν στις προφυλακές του Μικτού Τάγματος Αντ/ρχου Μαλάμου στους Μπαουσούς.
(Βλ. λεπτομέρειες «Το αρχείο Ιωάννου Λάππα και Αντιγόνης Γ. Τζαβέλα (1912—1913) και η απελευθέρωση των Ιωαννίνων»,   Γιάννινα 1975, εκδ. Ε.Η.Μ.).
Δυστυχώς όμως η δράση αυτή του λαμπρού υπολοχαγού Νικολάκη Μιζαντζή, κατ’ ακριβείς πληροφορίες του γιατρού Βασίλη Λάππα, γιου του Ιωάννου Λάππα και συνεπώς δυναμένου να γνωρίζει επακριβώς όλα τα προαναφερόμενα, από ακριτομύθια δημοσιεύτηκε σε Αθηναϊκή εφημερίδα, την «Πατρίδα», το γεγονός, κι’ όταν μετά το πέρας του πολέμου γύρισε στην πατρίδα του, συνελήφθη και πέρασε από στρατοδικείο, καταδικάστηκε σε θάνατο, και γδάρθηκε ζωντανός, όπως αναφέρεται.
Άλλα και η οικογένεια του δεν γλύτωσε από τη μανία των Τούρκων, εξοντώθηκε στη Μ. Ασία.
Χρέος λοιπόν ιερό έχει ο Δήμος Ιωαννιτών, τιμώντας τη μνήμη του έξοχου αυτού πατριώτου, να επαναφέρει τό ταχύτερο την απολύτως ορθή ονομασία: Νικολάου Μιζαντζή, Λοχαγού Μηχανικού (του Τουρκικού Στράτου), όπως ρητά με διαβεβαίωσε ο προαναφερόμενος γιατρός Βασίλειος Λάππας, τέλειος γνώστης των προμνησθέντων πραγμάτων, αλλά και από επιστολήν, που του απεστάλη εκ θεσσαλονίκης της Σοφίας Μανούκα, Κλεάνθους 21 Θεσσαλονίκη, το γένος Μιζαντζή, μαρτυρούσαν την ταυτότητα του συγγενούς της (ανεψιού) Νικολάου Μιζαντζή.

 Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Κώστα Φωτόπουλου «Τα Γιάννινα»


Απελευθέρωση Ηπείρου - 100 Χρόνια Ελεύθερα Γιάννενα (βίντεο)

Δείτε ένα εξαιρετικό βίντεο που δημιούργησε ο κ. Ναπολέων Ροντογιάννης
και δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του: «ΓΙΑΝΝΕΝΑ - ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΕΥΡΓΕΤΩΝ».
Το βίντεο περιέχει γκραβούρες και χαρακτικά έργα
περιηγητών του 19ου αιώνα μέχρι και το 1913,
οπότε και απελευθερώθηκε ολόκληρη η Ήπειρος.





[ Από το αρχείο του ιδρύματος: "Ιωσήφ και Εσθήρ Γκανή" ]


Απελευθέρωση Ηπείρου - 100 Χρόνια Ελεύθερα Γιάννενα 

24 Ιούνιου 1881: απελευθέρωση της Άρτας
12 Οκτωβρίου 1912: απελευθέρωση της Φιλιππιάδας
21 Οκτωβρίου 1912: παραδόθηκε η Πρέβεζα
7 Δεκεμβρίου 1912:  ο στρατός της Μακεδονίας εισήλθε στην Κορυτσά
21 Φεβρουαρίου 1913: απελευθερώνονται τα Γιάννενα
23 Φεβρουαρίου 1913: απελευθέρωση της Παραμυθιάς και ολόκληρης της περιοχής
27 Φεβρουαρίου 1913: απελευθερώνεται το Αργυρόκαστρο
3 Μαρτίου 1913: απελευθερώνονται οι  Άγιοι Σαράντα

Αναδημοσίεση από το e-giannena 
«ΓΙΑΝΝΕΝΑ, ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΕΥΕΡΓΕΤΩΝ»

«Ιωάννινα, πόλη ελληνική» - εκδήλωση για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων





Όταν έπεσαν τα Γιάννινα...


Του Δημητρίου Αθ. Κοράκη
Μπαίνοντας στο μήνα Φλεβάρη και πλησιάζοντας η μέρα της επετείου της απελευθέρωσης των Γιαννίνων από τον τουρκικό ζυγό (21 Φεβρουαρίου), πολλά και ποικίλα συναισθήματα πλημμυρίζουν την καρδιά μου για τη μέρα αυτή.
Εκείνες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματικότητα μου για τη μέρα αυτή ήταν και είναι οι αφηγήσεις της κυρα-μάνας (γιαγιάς), του πατέρα και της μάνας μου, που έζησαν τα γεγονότα εκείνα σε διαφορετικές ηλικίες.
Αυτοί λοιπόν μας τα διηγούνταν, από το δικό τους πρίσμα ο καθένας, με το πάθος όμως και τη συγκίνηση που συνεπαίρνει τους ανθρώπους εκείνους που έζησαν και θυμούνται τη μέρα της λευτεριάς τους και της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

Από τις παιδικές της αναμνήσεις η μάνα μου, μου θυμίζει και πάλι τούτες τις μέρες το τι έγινε στα Γιάννινα προ 72 χρόνια την παραπάνω μέρα και λέει:
«Όταν έπεσαν τα Γιάννινα, πρέπει να ήμουν 13 με 14 χρονών. Έμενα τότε στα Λακκώματα, την περιοχή των Γιαννίνων που βρίσκεται πίσω από το τουρκικό κτίριο, διατηρητέο σήμερα, όπου στεγάζονται τα γραφεία της Στρατολογίας και πίσω από το χώρο του πρώην Δημοτικού Νοσοκομείου Κουραμπά.
Κατοικούσαμε εγώ, η μάνα μου κι ο ανύπαντρος αδελφός μου στο σπίτι της παντρεμένης αδελφής μου.
Λίγες μέρες προτού απελευθερωθούν τα Γιάννινα είχε γίνει σε όλους μας αντιληπτό ότι έρχεται γρήγορα η μέρα της λευτεριάς απ’ ό,τι μαθαίναμε για τον πόλεμο και ιδιαίτερα για την πολιορκία του Μπιζανιού.
Εμείς οι Έλληνες της πόλης μας ζούσαμε με την προσμονή και την κρυφή ελπίδα ότι σύντομα θα τελειώσουν τα βάσανα της σκλαβιάς. Οι Τούρκοι όμως βρίσκονταν σε συνεχή αναταραχή βλέποντας ότι χάνουν τελικά τον πόλεμο και πολλοί κακοί Τουρκογιαννιώτες έφευγαν βιαστικά για την Τουρκία.
Η ανέχεια και η πείνα αυτή την περίοδο είχαν πέσει στην πόλη μας και θυμάμαι ότι επειδή δεν είχαμε ψωμί οι δικοί μου είχαν βρει άλλη λύση.
Εκτός από τα λάχανα που ήταν μπόλικα και τα μαγειρεύανε με διαφορετικούς τρόπους, γιατί υπήρχε λάδι, ο γαμπρός μου έφερνε πολλά μπιρμπίλια (ρεβίθια ξεφλουδισμένα και ειδικά ψημένα), που τα κοπανίζανε στο μεγάλο πέτρινο γουδί του σπιτιού, τα κοσκινίζανε με τη σίτα και το αλεύρι αυτό το ρίχνανε μέσα στα χτυπημένα αυγά, που υπήρχαν άφθονα κι αυτό το μείγμα το τηγανίζανε. Το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό, το τηγάνι γέμιζε μ’ ένα ροδοκίτρινο φαγητό που ένα του κομμάτι ήταν αρκετό να μας χορτάσει.
Εκείνοι όμως που είχαν πληγεί περισσότερο από την οικονομική ανέχεια ήταν οι φτωχοί Τούρκοι και ιδιαίτερα οι ξένοι που είχαν βρεθεί στα Γιάννινα και οι απλοί στρατιώτες.
Μερικοί από τους τελευταίους αναγκάζονταν από την πείνα να χτυπούν τις πόρτες των Ελλήνων Γιαννιωτών και να ζητάνε λίγο ψωμί. Αλίμονο τους αν τους έβλεπε κανένας της τουρκικής αστυνομίας- τους έσπαγαν στο ξύλο. Την όλη κατάσταση επιδείνωσε και το φοβερό κρύο που έκανε με αποτέλεσμα πολλοί Τούρκοι να πεθαίνουν από τις αρρώστιες, το κρύο και την πείνα και θυμάμαι ότι ο πίσω χώρος του τουρκικού Νοσοκομείου «Χαμιδιέ», που μετά την απελευθέρωση έγινε Δημοτικό Νοσοκομείο, ήταν γεμάτος από νεκρούς και κάθε μέρα τους μεταφέρανε με νταλίκες στη θέση «Μιζάρια» της περιοχής Κιάφας, όπου τους θάβανε σε ομαδικούς τάφους.
Αποβραδίς της πολυπόθητης μέρας είχαν φέρει στο σπίτι μας τη μαμή της περιοχής, γιατί η αδελφή μου παρουσίαζε συμπτώματα γέννας.
Ήμασταν όλοι συγκεντρωμένοι στο σπίτι με τη μαμή, γιατί εκτός του ότι έκανε τσουχτερό κρύο και το χιόνι που είχε ρίξει ήταν παγωμένο, απαγορεύονταν η κυκλοφορία τη νύχτα, λόγω των γεγονότων.
Κι ενώ ακόμα τα Γιάννινα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά συζητούσαν όλοι για τις μάχες στο Μπιζάνι, για το ξεψύχισμα του θεριού, που κρατούσε ακόμα σκλαβωμένη την πόλη μας και το πως θ’ αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της αδελφής μου, που θα γένναγε μεσ’ τη νύχτα.
Θυμάμαι ότι η ζοφερή εκείνη νύχτα, προτού κοιμηθούμε, έλαμψε από τις φλόγες μεγάλης φωτιάς που είχαν ανάψει οι μανιασμένοι Τούρκοι στην αγορά της πόλης και μάλιστα στην περιοχή των καταστημάτων Σεπετά.
Όλοι βγήκαμε έξω κι αντικρίσαμε το φοβερό εκείνο θέαμα της καταστροφής με φωτιά του κέντρου της πόλης ενώ ακούγονταν φωνές ανθρώπων και γαυγίσματα σκυλιών.
Ριγώντας, δεν ξέρω αν ήταν απ’ το κρύο ή από τα γεγονότα, πήγα στο γιατάκι μου να κοιμηθώ μ’ ένα κατακάθι πίκρας στην παιδική μου καρδιά για όσα συνέβαιναν εκείνο το βράδυ στο σπιτικό μας και στην πόλη μας. Ξυπνώντας το πρωί, ύστερα απ’ έναν ταραγμένο ύπνο, έμαθα ότι η αδελφή μου γέννησε δίδυμα, από τα οποία μέχρι το πρωί πέθανε το αγόρι και μέχρι το μεσημέρι πέθανε και το κορίτσι αφού πρόλαβαν να το βαφτίσουν στον αέρα και ν’ αφήσει την πνοή του σαν Ελευθερία.
Ο γαμπρός μου, συνοδεύοντας τις πρωινές ώρες της 21 Φεβρουαρίου τη μαμή στο σπίτι της, είδε στο τουρκικό κτίριο της Στρατολογίας άσπρες σημαίες, που κυμάτιζαν από τον παγωμένο αέρα του γιαννιώτικου πρωινού και αμέσως κατάλαβε ότι οι Τούρκοι παραδόθηκαν.
Γύρισε στο σπίτι μας, είπε το χαρμόσυνο μαντάτο κι αφού πέταξε το κόκκινο φέσι έφυγε για την πλατεία της πόλης να μάθει τα καθέκαστα και γύρισε στο σπίτι με καπέλο.
Στο μεταξύ όλος ο κόσμος ξεσηκώθηκε και μάθαμε ότι ο Εσάτ πασιάς είχε παραδώσει τα κλειδιά της πόλης στο Διάδοχο Κωνσταντίνο κι αυτός με όλο τον Ελληνικό Στρατό που μάχονταν έξω απ’ τα Γιάννινα θα ‘μπαινε νικητής σ’ αυτά.
Παντού ακούγονταν φωνές, γέλια και τραγούδια κι απ’ όλους τους μαχαλάδες άρχισαν να συγκεντρώνονται στους δρόμους απ’ όπου θα περνούσαν οι ηρωικοί μαχητές πολλοί Γιαννιώτες φορώντας τα καλά τους ρούχα και οι άντρες, χωρίς πλέον το φέσι της υποτέλειας, ξεσκούφωτοι και πολλοί με κασκέτα, που είχαν αγοράσει εκείνη την άγια μέρα από τα μαγαζιά.
Μέσα απ’ αυτή τη χαρά δεν έλειψα κι εγώ. Με την άδεια των δικών μου πήγα σ’ ένα γνωστό μας σπίτι στην πλατεία που ήταν κοντά στο παλιό τούρκικο Διοικητήριο και στη θέση του οποίου σήμερα είναι το Δημαρχείο και η Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη.
Ξεκίνησα από το σπίτι μας στα Λακκώματα, προχώρησα προς το κτίριο της Στρατολογίας αποφεύγοντας το θλιβερό θέαμα του πίσω χώρου του Νοσοκομείου, που ήταν γεμάτος νεκρά ξεπαγιασμένα κορμιά και βγήκα στον κεντρικό δρόμο του Κουραμπά.
Κατηφορίζοντας το δρόμο αυτό προς την κεντρική πλατεία της πόλης μαζί με άλλους μαχαλιώτες μου, είδα πεταμένα σκόρπια κόκκινα φέσια πάνω στα λασπόνερα του δρόμου και στα χιονισμένα όχτια των κήπων των γύρω σπιτιών.
Αυτό μ’ έκανε ν’ αναριγήσω από εθνική υπερηφάνεια και να σκεφτώ ότι η πτώση της τουρκικής αυτοκρατορίας συνεχίζεται.
Με ανάλαφρο βήμα διέσχισα την πλατεία, που ήταν γεμάτη από διαφόρων ηλικιών Γιαννιώτες κι έφτασα στο φιλικό μας σπίτι όπου με δέχτηκαν με χαρές και μ’ έβαλαν μαζί με το μικρό τους παιδί στην εξώπορτα για να κάνουμε σεργιάνι.
Απ’ εκεί κι ενώ ακούγονταν οι χαρμόσυνοι χτύποι από τις καμπάνες όλων των εκκλησιών της πόλης έβλεπα το πολύβουο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για να επευφημήσει και να υποδεχτεί τους ήρωες μαχητές. Σαν μελίσσι είχε γεμίσει την πλατεία, τα μπαλκόνια και τα παράθυρα των γύρω κτιρίων και σπιτιών και με κάθε τρόπο έδειχνε τη χαρά του.
Μέσα σ’ αυτή την αναμονή διέσχισαν το χώρο μερικά ανοιχτά αυτοκίνητα της εποχής και άντρες που ήταν πάνω σ’ αυτά έριχναν προς όλες τις κατευθύνσεις σοκολάτες, καραμέλες και ξερά σύκα.
Θυμάμαι έντονα που μου ‘ρθε κι εμένα μια τσιοπέλα σύκα στην αγκαλιά μου και χαρούμενη έτρεξα μέσα στο σπίτι να το πω σε όλους. Η οικοδέσποινα και μάνα του παιδιού μου είπε ότι είναι δικά μας και να κάτσουμε στην πόρτα να τα φάμε.
Μέχρις ότου φάμε τα σύκα άρχισε να έρχεται η πομπή από το μέρος της Καλουτσιανης, να διασχίζει την κεντρική πλατεία, το δρόμο σήμερα Αβέρωφ και να καταλήγει στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (Μητρόπολη).
Μπροστά καβάλα σε άλογο ήταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος με γκέτες στα πόδια και καπέλο αξιωματικού στο κεφάλι κι ακολουθούσαν αξιωματικοί και στρατιώτες λίγοι σε άλογα και πολλοί πεζοί. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Όλος ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί ζητωκραυγάζοντας, χειρονομούσε, κουνούσε τα καπέλα και έρανε τους νικητές με τα λίγα γιαννιώτικα λουλούδια που βρέθηκαν και πολλή δάφνη.
Μέσα σ’ αυτόν τον πανζουρλισμό ένας συγγενής μας δίπλα μου έριχνε συνέχεια με το πιστόλι του στον αέρα κι εγώ τρύπωσα από το φόβο μου μέσα στο φιλικό μας σπίτι, οπότε η καλή μας γνωστή μου εξήγησε ότι αυτό γίνεται από υπερβολική χαρά.
Στο σπίτι αυτό είδα τότε για πρώτη φορά ελληνικά νομίσματα, που μας τα έδειξε ο νοικοκύρης αυτού και στον οποίο τα είχε δώσει Έλληνας που ήρθε από την μέχρι τότε ελεύθερη Ελλάδα (Ελληνικό).
Ύστερα από τη δοξολογία στη Μητρόπολη των Γιαννίνων άνοιξαν τα φιλόξενα σπίτια των Γιαννιωτών και πήραν, όσοι είχαν ευχέρεια, από τους επίσημους μέχρι τους απλούς στρατιώτες να μείνουν κοντά τους με ζεστό καλό φαΐ, με καθαρά ρούχα και με ζεστές κουβέρτες και βελέντζες.
Έπρεπε να νοιώσουν κι αυτοί την οικογενειακή θαλπωρή, που τόσο τους έλειψε κατά τη διάρκεια των μαχών γύρω από την πόλη μας.
Οι καλές νοικοκυρές Γιαννιώτισσες αμέσως μετά το άλλαγμα των φαντάρων έστησαν στις αυλές των σπιτιών τους τις πυροστιές με τα καζάνια κι οι φωτιές των ξύλων έβραζαν το νερό όπου ζεμάτισαν τα ρούχα τους, για να ψοφήσουν εκείνες, που τους κρατούσαν συντροφιά στη μάχη και τα χαρακώματα, δηλαδή οι ψείρες.
Γυρίζοντας στο σπίτι μου έβλεπα χαρούμενα πρόσωπα και δακρυσμένα μάτια μανάδων που αγκάλιαζαν τα παιδιά τους, που γύρισαν από τον πόλεμο και μερικά από την ξενιτιά και τον πόλεμο.
Γιατί ήταν πολλά Γιαννιωτόπουλα που όταν έμαθαν ότι, ο Ελληνικός Στρατός πολεμάει για να λευτερώσει τα Γιάννινα έφυγαν από την ξενιτιά (Αμερική κλπ.) και ήρθαν και πολέμησαν κι αυτά μαζί τους με τους άλλους Γαριβαλδινούς.
Είδα όμως και μερικές μανάδες που δεν μπόρεσαν να σφίξουν στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους γιατί έπεσαν νεκρά στα πεδία των μαχών. Κι αυτές οι χαροκαμένες μάνες στάθηκαν σαν πραγματικές Ελληνίδες και έκλαψαν με την περηφάνια ότι και τα παλικάρια τους συνέβαλαν στην απελευθέρωση των Γιαννίνων.
Η νύχτα κείνη τη μέρα άρχισε να ρίχνει τα μαύρα πέπλα της κι εγώ, όπως όλοι οι δικοί μου αφού συζητήσαμε για τα διατρέξαντα, πήγα να πλαγιάσω στο γιατάκι μου με γεμάτη την καρδιά από ευχάριστα και δυσάρεστα συναισθήματα για ό,τι συνέβηκαν στο σπίτι μου και στην πόλη μου αυτή τη μέρα, που μου έμεινε αξέχαστη».
Αυτά είπε η μάνα μου και σώπασε, ενώ ένα δάκρυ κύλησε στα ρυτιδωμένα μαγουλά της από τα θαμπά μάτια της.
Εγώ την άφησα στις ευχάριστες και δυσάρεστες θύμησες για τη μέρα εκείνη, χωρίς να ταράξω τη γαλήνη της στιγμής αυτής.
(Φεβρουάριος 1985)

Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Δ. Κοράκη «Ιστορίες από τα παλιά Γιάννινα»

Το διήγημα του Αλ. Νίκα: «Ξύπνα Εμινέ, πάμε» - Η άλλη όψη της απελευθέρωσης της Ηπείρου από τους Τούρκους

 Με αφορμή τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Παραμυθιάς 
[23 Φεβρουαρίου 1913]


Από το Καρβουνάρι μέχρι τη Μενίνα με επίκεντρο το Σεβαστό και την Παραμυθιά, διαδραματίζεται το βραβευμένο διήγημα του Αλέξανδρου Νίκα, το οποίο μας έκανε την τιμή να το δημοσιεύσουμε κατ’ αποκλειστικότητα, πριν κυκλοφορήσει. 
Ένα διήγημα με έντονο λαογραφικό ενδιαφέρον που εκτυλίσσεται στην Παραμυθιά στην ταραγμένη περίοδο του 1911 όταν Έλληνες και Τούρκοι συζούσαν σχεδόν ειρηνικά και παρουσιάζει τον έρωτα ενός Χριστιανού από το Σεβαστό με μία Τουρκάλα από το Καρβουνάρι και τις αντιδράσεις που προκαλούσε ο έρωτας αυτός στην μικρή τοπική κοινωνία.

Θα επηρεάσει ο πόλεμος και η τοπική κοινωνία τα σχέδιά τους; Η συνέχεια στο διήγημα του Αλέξανδρου Νίκα που ακολουθεί:




«Ξύπνα Εμινέ, πάμε».



Ο ύπνος της Εμινέ ήταν γλυκός. Η βροχή που έπεφτε ασταμάτητα από νωρίς το απόγευμα πάνω στον τσίγκο που είχαν για σκεπή στο σπίτι τους, τη νανούρισε και η κούραση της μέρας την είχε στείλει πιο νωρίς για ύπνο. Εδώ και δυο μήνες τώρα είχαν φύγει από το πατρικό σπίτι του Τσιώτη, αφού ο πατέρας του δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ο γιος του παντρεύτηκε Τουρκάλα.

Για να μη δεχτεί όμως την κατακραυγή του κόσμου, έδωσε ένα χωράφι πέντε στρέμματα όλα κι’ όλα στο παιδί του και του είπε ξεκάθαρα. «Τσιώτη πάρε τη γυναίκα σου και φύγε από το σπίτι. Δεν μπορείτε να μείνετε άλλο πια εδώ» και συμπλήρωσε με αποστροφή «άκου να παντρευτείς Τουρκάλα! Χάθηκαν οι Χριστιανές παιδάκι μου; Τόσες υπάρχουν στο χωριό!». Αυτό με την Τουρκάλα νύφη δεν μπορούσε να το χωνέψει.

Ο Τσιώτης ήταν 25 χρονών, είχε γεννηθεί στο Σεβαστό και στο χωριό του δεν είχε ζήσει ποτέ Τούρκος. Όλοι οι κάτοικοι ήταν χριστιανοί. Το χωριό πρωτοκατοικήθηκε μετά την πτώση του Σουλίου το 1803 και μπορεί να ήταν όλοι Αρβανίτες, αλλά Τούρκοι όχι. Και να, τώρα ο γιος του Γιώργου Νάση, ο Σωτήρης που όλοι τον φώναζαν Τσιώτη, αγάπησε μια Τουρκάλα από το Καρβουνάρι.

Την πρωτοαντίκρισε του «Σταυρού» στην Παραμυθιά και όταν την ξανάδε στο Λάμποβο, το μεγάλο παζάρι της πόλης, την πρώτη βδομάδα τον Οκτώβρη του 1911, την ακολούθησε όλη μέρα. Εκείνη το πρόσεξε και του χαμογέλασε κρυφά, αλλά ήταν αρκετό για να κάνει τον Τσιώτη να είναι συνέχεια πίσω της μέχρι το μεσημέρι που πήγε στο χάνι του Βαγγελ’ Τάτση. Εκεί συναντήθηκε με τρία παλικάρια, τα αδέλφια της, φόρτωσαν τα ψώνια στα άλογα κι έφυγαν για το χωριό τους. Πήραν τον κάτω δρόμο προς το Σεβαστό, και αφού στο χωριό του δεν ζούσε Τούρκος, κατάλαβε ότι όταν θα έφταναν στο ποτάμι, τον Κωκκυτό, θα έστριβαν για το Ζελεσό. Έβλεπε την κίνηση της καθώς περπατούσε και από τη στιγμή που χάθηκε στη στροφή του δρόμου το είχε κιόλας αποφασίσει. Αυτήν τη γυναίκα θα την έκανε δική του. Δεν ήξερε ποια ήταν, αλλά δεν θα ήταν δύσκολο να μάθει. Είχε αφήσει πολλές φορές το άλογο του στο χάνι του Βαγγελ’ Τάτση και αυτός σίγουρα θα ήξερε τα αδέλφια της. Όταν τον ρώτησε και έμαθε ποιανού κόρη ήταν, κρύος ιδρώτας τον έλουσε και το πείσμα του μεγάλωσε ακόμη περισσότερο. Ήταν από το Καρβουνάρι και πατέρας της ήταν ο αγάς του χωριού.

Πήγε στο καφενείο του Βασίλ’ Γιάννου και εκεί συναντήθηκε με τον Νάσιο Γκοροβέση, τον παιδικό του φίλο. Εκείνος μόλις άκουσε αυτό που του είπε ο Τσιώτης, κατέβασε μονορούφι το ούζο που είχε στο ποτήρι του.

«Τι πας να κάνεις μωρέ βλάμη;» του είπε και πριν εκείνος απαντήσει συνέχισε «στο χωριό μας δεν υπήρχε ποτέ Τούρκος και εσύ πας να το μπασταρδέψεις;»
«Γιατί μωρέ Νάσιο, στα άλλα χωριά που Έλληνες έχουν παντρευτεί Τουρκάλες, ή Τούρκοι έχουνε πάρει χριστιανές πάθανε τίποτα; Γιατί να υπάρχει πρόβλημα στο δικό μας;»
«Γιατί οι περισσότεροι από εμάς ήρθαμε εδώ από το Σούλι! Από εκεί, Τούρκοι ήταν αυτοί που μας ανάγκασαν να φύγουμε και για πάνω από εκατό χρόνια τώρα δεν έχει μαγαριστεί το χωριό με τέτοιο γάμο. Και θα πας να το μαγαρίσεις εσύ;»
«Ναι εγώ!» το πείσμα του Τσιώτη μεγάλωνε.

Ο Νάσιος τον πότισε για τα καλά με ούζο μπας και ο βλάμης του δει τι πάει να κάνει και συνέλθει, αλλά το ούζο έκανε ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Ο Τσιώτης δεν μπορούσε να βγάλει την Τουρκάλα από το μυαλό του. Αντίθετα έπεσε στην αγκαλιά του βλάμη και λίγο από το ούζο, λίγο από αυτό που ένιωθε για πρώτη φορά, του είπε. «Αχ μωρέ βλάμη! Δεν μπορώ να την βγάλω από το κεφάλι μου• την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που την είδα. Να βάλω σύνορο στην καρδιά μου; Να μην αγαπήσω τίποτα άλλο παρά μόνο Ελληνίδα; Αχ, Θεέ μου τι να κάνω;» και αμέσως έδωσε ο ίδιος απάντηση στην ερώτηση του. «Αύριο θα πάρω τον πατέρα μου, θα έρθεις και εσύ και θα πάμε να την ζητήσουμε».

Ο Νάσιος δεν πίστευε στα αυτιά του με αυτά που άκουγε. Νόμισε πως από το πολύ ούζο παράκουγε. Δεν ήταν και σίγουρος όμως, γι’ αυτό πλήρωσε το καφενείο, πήρε τον Τσιώτη και κίνησαν για το χάνι. Πλήρωσε και τον Βαγγέλ’ Τάτση, πεζέψανε στα άλογα και κίνησαν για το χωριό. Όταν έφτασαν κάτω στο ποτάμι, κατέβηκαν από τα άλογα και έριξαν νερό στο πρόσωπο τους. Εκεί συνήλθαν λιγάκι και ο Νάσιος περίμενε να ακούσει από τον παιδικό του φίλο, που εδώ και δέκα χρόνια είχαν γίνει βλάμηδες, δηλαδή αδελφοποιτοί, να είχε αλλάξει γνώμη για την Τουρκάλα. Εκείνος όμως με πιο καθαρό μυαλό πια, του ξανάπε με έναν τρόπο που δεν επιδέχονταν κουβέντα «αύριο πάμε στον πατέρα της».

Πράγματι την άλλη μέρα, έξω από το σπίτι του αγά στο Καρβουνάρι, ξεπέζεψαν τρεις καβαλάρηδες. Στο σπίτι του Γιώργου Νάση έγινε χαμός όλο το βράδυ, αλλά στο τέλος ο Τσιώτης έπεισε τον πατέρα του να πάνε μαζί στον αγά. Ο υπηρέτης του αγά τον ενημέρωσε πως τον ζητάνε τρείς άντρες από το Σεβαστό κι’ εκείνος δεν ήξερε τι να υποθέσει. Δεν είχε πολλές δοσοληψίες με αυτό το χωριό και ήταν περίεργος να μάθει αμέσως τι τον ήθελαν. Όταν ο Γιώργος Νάσης του εξήγησε τον λόγο της επίσκεψης και ζήτησε το χέρι της κόρης του για το στερνοπαίδι του, ο αγάς αγρίεψε. «Τι έχεις εσύ με την κόρη μου;» γύρισε και είπε απότομα στον Τσιώτη. Οι φωνές ακούστηκαν σε όλο τον μαχαλά. Ο αγάς πίστεψε πως αυτός εδώ ο νιός του μαγάρισε την κόρη και φώναξε τον υπηρέτη να πάει και να την φέρει αμέσως στον οντά. Όταν ήρθε η κόρη του, ο Τσιώτης δεν την αναγνώρισε. Άλλην είχε δει, τη μικρότερη κόρη του αγά και μέχρι να το καταλάβουν όλοι, εκείνος ξέσπασε σε γέλια. Τους κέρασε ούζο και είπε στον Τσιώτη. «Μη περιμένεις παλικάρι μου να σου δώσω την Εμινέ. Έχει σειρά η Μελέκ, η πρώτη μου κόρη και μετά η Εμινέ. Άμε στο καλό και άμα παντρευτεί η μεγάλη το ξανασυζητάμε». Με αυτήν την κουβέντα ο αγάς βρήκε ένα καλό πάτημα για να μη παντρέψει τη κόρη του με χριστιανό.

Η ζωή όμως τα έφερε έτσι που αυτή η επίσκεψη στον αγά είχε τελικά  δυο γάμους. Η μεγάλη κόρη του αγάπησε τον Νάσιο Γκοροβέση και όταν το είπε στον πατέρα της, αυτός πήγε να τρελαθεί αλλά τελικά έδωσε τη συγκατάθεση του και έτσι αμέσως μετά τα αλωνίσματα του 1912 έγινε για πρώτη φορά στην περιοχή διπλός γάμος. Τα παιχνίδια της καρδιάς είχαν καλά αποτελέσματα και ο Νάσιος Γκοροβέσης, που έλεγε στον Τσιώτη ότι πάει να μπασταρδέψει το χωριό, παντρεύτηκε την μεγάλη και ο Τσιώτης την μικρή κόρη του αγά.

Οι πιο συχνές επισκέψεις των Τούρκων από το Καρβουνάρι στο Σεβαστό, έκαναν  τον Γιώργο Νάση να μην μπορεί να βλέπει τα βλέμματα των χωριανών του στο καφενείο και τον μαχαλά που μαζεύονταν μετά τις δουλειές τους και αποφάσισε λίγο πριν το Λάμποβο του 1912 να διώξει τον Τσιώτη από το σπίτι. Εκείνος έκανε ένα μικρό καλύβι, έβαλε από πάνω τσίγκο και έστησε εκεί το σπιτικό του. Ο αγάς δεν ήθελε να ανακατευτεί, άφησε τους νέους να ζήσουν όπου ήθελαν, αφού είχε δώσει από τριάντα στρέμματα χωράφια και αρκετά ζωντανά προίκα σε κάθε γαμπρό. Ο πατέρας του Νάσιου Γκοροβέση, πιο μυαλωμένος, κράτησε το ζευγάρι στο σπίτι, άλλωστε δεν είχε άλλο παιδί και ποιος θα τον γηροκομούσε;

Και να που τώρα, λίγες μέρες μετά την πρωτοχρονιά του 1913, παραμονή των Φώτων, ο Τσιώτης ξυπνάει μέσα στην άγρια νύχτα την Εμινέ. «Τι έγινε άντρα μ’;» τρόμαξε εκείνη.

«Σήκω Εμινέ, σήκω να φύγουμε τώρα».
«Που να πάμε άρχοντα μ’ τέτοια ώρα μ’ αυτούνο το καιρό»;
«Να φύγουμε Εμινέ. Να φύγουμε. Πάμε» επανέλαβε με ανησυχία ο Τσιώτης.
Έξω η βροχή συνέχιζε να κτυπάει με δύναμη τον τσίγκο και ο αέρας λυσσομανούσε και τρύπωνε στο σπίτι μέσα από τις καλαμιές και τη φτέρη. «Γιατί άντρα μ; Γιατί να φύγουμ’; Και που να πάμ’;» η αγωνία της Εμινέ.
«Να πάμε πέρα από τον Καλαμά. Πλησιάζουν και δεν ξέρουμε τι θα κάνουν».
«Ποιοι πλησιάζουν»;

Ώσπου να καεί ένα μικρό ξύλο που έβαλε στη φωτιά που τους ζέσταινε, ο Τσιώτης είπε στη γυναίκα του όσα είχε μάθει αποβραδίς στο καφενείο. Ο Ελληνικός Στρατός είχε μπει θριαμβευτής στα τέλη του Οκτώβρη στη Θεσσαλονίκη, είχε πάρει στα χέρια του εδώ και δυο μήνες περίπου και την Πρέβεζα από τους Τούρκους και προχωρούσε πιο βόρεια, προς τα μέρη τους και τα Γιάννενα. Μπορεί το στρατιωτικό κλιμάκιο να περνούσε και από το απόμερο χωριό τους και είχε ακούσει ότι όπου έβρισκαν Τούρκους τους σκότωναν και τις Τουρκάλες πρώτα τις μαγαρίζανε. Φοβήθηκε για τη γυναίκα του και ήθελε να φύγουν. Αυτό που ένιωθε για την Εμινέ δεν ήξερε ότι το έλεγαν ‘έρωτα’. Ήξερε όμως ότι την αγαπούσε πολύ και δεν μπορούσε να σκεφτεί τη ζωή του χωρίς εκείνη. Πάλεψε να την πάρει από τον Τούρκο πατέρα της και να την έχανε τώρα από τα χέρια Ελλήνων; Αγκομαχώντας σηκώθηκε από το αχυρένιο στρώμα κάτω στο χώμα, έβαλε τα δυο της χέρια στην κοιλιά, κόντευε έξι μήνες που ήταν έγκυος, πήραν τον μπόγο με μερικά χρήσιμα πράγματα που είχε μαζέψει νωρίτερα ο Τσιώτης, έβαλαν πάνω στο κορμί τους τις κάπες που είχε φτιάξει η Εμινέ να προστατευτούν από τη βροχή και τον αέρα και βγήκαν έξω στο χαλασμό. Δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους από το σκοτάδι, αλλά ήξεραν πολύ καλά τα κατατόπια. 

Μέχρι να ξημερώσει είχαν περάσει κάτω από τη Σέλιανη, μέσα από το Νιοχώρι και μετά είδαν κάτω χαμηλά τον Καλαμά και δίπλα τη Μενίνα. Σε αυτό το χωριό δεν γνώριζαν κανέναν και ούτε είχε ξανάρθει κάποιος από τους δυο τους ποτέ σε αυτά τα μέρη. Μπορεί να μην ήταν ούτε δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από το δικό τους, αλλά δεν είχαν κανένα λόγο να έρθουν προς τα εδώ. Δεν είχε παντρευτεί κανένας χωριανός κάποια γυναίκα από αυτά τα μέρη, ούτε είχε πάει εκεί πέρα κάποια νύφη από το χωριό τους.

Είχε ακούσει στο καφενείο, αλλά και στο Καρβουνάρι που είχε πολλούς Τούρκους ότι ο Ελληνικός Στρατός θα έφτανε μέχρι τον Καλαμά. Το ποτάμι θα ήταν το φυσικό σύνορο. Αν περνούσαν το ποτάμι θα γλίτωναν. Έτσι πίστευε ο Τσιώτης. Πίστευε ότι από την άλλη μεριά του ποταμού, εκεί που συνέχιζαν να ζούνε Τούρκοι και Έλληνες μαζί, πως δεν θα διέτρεχαν κανέναν απολύτως κίνδυνο. Ο Τσιώτης είχε συζητήσει με το Νάσιο για όσα είχε ακούσει και του είπε να πάρει τη Μελέκ για να φύγουν παρέα, αλλά εκείνη μόλις είχε αποβάλλει και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Από ψηλά στο Νιοχώρι, έβλεπαν κάτω το ποτάμι κι αν και είχε σταματήσει η βροχή πριν λίγη ώρα, βροχή έτρεξε ο ιδρώτας από την αγωνία στο πρόσωπο του Τσιώτη. Ο Καλαμάς είχε φουσκώσει για τα καλά και είδαν ότι σε κάποια σημεία είχε πάνω από εκατό μέτρα πλάτος. Ο Κωκκυτός, το ποτάμι του χωριού τους, ακόμη και όταν φούσκωνε από την πολλή βροχή δεν έβγαινε από τις όχθες του και δεν πλημμύρισε ποτέ τον κάμπο. Τώρα ο Καλαμάς έμοιαζε εκεί κάτω μπροστά τους σαν να ήταν λίμνη. Σταμάτησαν λίγο να πάρουν μια ανάσα και κατέβηκαν από το άλογο. Κοιτώντας το ποτάμι η απογοήτευση ήταν μεγάλη στα πρόσωπα των δυο ερωτευμένων νέων της εποχής. Ο Τσιώτης έστρεψε το βλέμμα του αριστερά και όσο έβλεπε το ποτάμι, εκείνο δεν ήταν σε κανένα σημείο πιο στενό από πενήντα μέτρα πλάτος. Η Εμινέ έριξε το βλέμμα της δεξιά και είπε γεμάτη χαρά. «Κοίτα αφέντη μ’ εκεί»!

Πράγματι, όπως έβλεπαν από ψηλά τη Μενίνα και το ποτάμι, στην άκρη του χωριού, εκεί που τέλειωνε το ποτάμι και μετά χανόταν μέσα στα βουνά, τους φάνηκε πως εκείνο στένευε. Η χαρά ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα τους και ο Τσιώτης αγκάλιασε την Εμινέ και τη φίλησε. Εκείνη, εκεί ψηλά στο βουνό, μακριά από το χωριό και τα αδιάκριτα μάτια των γνωστών, αγκάλιασε με πάθος τον άντρα της, τον γέμισε φιλιά και δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά του. Ο Τσιώτης ήταν περήφανος που είχε αυτήν τη γυναίκα στην αγκαλιά του και χάιδεψε την κοιλιά της. «Ο γιος μας θα ζήσει χωρίς το δικό μας φόβο Εμινέ και θα ….» ξεκίνησε να της λέει με χαρά και λαχτάρα και άφησε μετέωρη τη κουβέντα του. Ανήσυχη εκείνη τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω, τον κοίταξε μέσα στα μάτια, σ’ αυτά είδε την απογοήτευση και τρόμαξε. «Τι έπαθες αγάπη μ’;» τον ρώτησε και εκείνος έφερε το ξαφνιασμένο βλέμμα του στο δικό της, αφού ήταν η πρώτη φορά που άκουσε την Εμινέ να τον λέει ‘αγάπη μου’. Αμέσως ξέχασε αυτό που τον είχε κάνει να σταματήσει απότομα την προηγούμενη φράση του, χαμογέλασε και τη φίλησε στο στόμα με πάθος. Εκείνη ανταποκρίθηκε με το ίδιο πάθος και εκείνο το πρωινό, εκεί ψηλά από τη Μενίνα θα έμενε αξέχαστο. Η Εμινέ όμως δεν ξέχασε την ερώτηση που του είχε κάνει λίγο πριν απ’ τα φιλιά και γρήγορα τον ξαναρώτησε «τι έπαθες αγαπημένε μ’»;

Εκείνος τραβήχτηκε απαλά από την αγκαλιά της και της είπε. «Όσο βλέπουμε το ποτάμι, δεν βλέπω πουθενά γέφυρα και εκεί δεξιά που στενεύει θα πρέπει να έχει μεγάλο βάθος Εμινέ!» και την κοίταξε με την αγωνία να χαράζει στο πρόσωπο του όπως κι εκείνη η μέρα, η μέρα των Φώτων.

Από το Νιοχώρι ακούστηκε το σήμαντρο της εκκλησίας που καλούσε τους Νιοχωρίτες και σχεδόν αμέσως ήρθε στα αυτιά τους και ο ήχος της καμπάνας από την εκκλησία που ήταν κάτω στη Μενίνα. Πήρε από το χέρι την Εμινέ, έβαλαν μπροστά τον Ντορή για να μην τους παρασύρει αν στραβοπατήσει και κατέβηκαν με προσοχή το μονοπάτι. Όταν έφτασαν κάτω στο χωριό, έδεσαν το άλογο έξω από την εκκλησία και μπήκαν μέσα. Οι χωρικοί τους κοίταζαν περίεργα, αφού δεν τους είχαν ξαναδεί και περίμεναν να τελειώσει η λειτουργία. Ο Τσιώτης και η Εμινέ είχαν σκεφτεί ότι κάποιοι από τον απέναντι μαχαλά θα είχαν έρθει στην εκκλησία και πως όταν θα έφευγαν θα τους ακολουθούσαν για να περάσουν μαζί το ποτάμι και τότε επιτέλους θα ήταν ελεύθεροι.

Ξαφνικά λίγο πριν το τέλος της λειτουργίας η καμπάνα άρχισε να κτυπάει δαιμονισμένα, αλλά χαρμόσυνα. Δεν σταμάταγε να κτυπάει, έτσι που ο παππάς τελείωσε άρον - άρον τη λειτουργία και βγήκαν όλοι έξω. Οι άνθρωποι από τη Μενίνα πανηγύριζαν και μόνο τα πρόσωπα του Τσιώτη και της Εμινέ ήταν κερωμένα. Πάνω ψηλά στο βουνό, εκεί που ήταν οι ίδιοι λίγη ώρα πριν, είδαν την Ελληνική σημαία και τον Στρατό των Ελλήνων. Φαινόταν καθαρά ότι σε πολύ λίγη ώρα θα ήταν κάτω στη Μενίνα και τότε δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Ο Τσιώτης έκανε νόημα στην αγαπημένη του να τον ακολουθήσει, πήραν το άλογο και κίνησαν για την άκρη του χωριού, εκεί που από ψηλά είχαν δει να χάνεται το ποτάμι. Σκέφτηκε ότι αφού όσο έβλεπαν αριστερά δεν είχαν δει γέφυρα, κάπου δεξιά θα υπήρχε μια για να περνάνε οι χωρικοί απέναντι.

Πράγματι σε λίγη ώρα έφτασαν στη γέφυρα και εκεί πάγωσε το αίμα τους. Πάνω σ’ αυτήν ήδη υπήρχε κλιμάκιο του Ελληνικού Στρατού. Πότε πέρασε και δεν το είχαν πάρει χαμπάρι; Κατάλαβαν ότι όσην ώρα εκείνοι ήταν μέσα στην εκκλησία ο στρατός είχε καταλάβει τη γέφυρα. Αποφάσισαν να κάνουν αυτό που είχαν συμφωνήσει στο δρόμο. Όταν έφτασαν πάνω στη γέφυρα, ο σκοπός σήκωσε το όπλο του και τους είπε να κατέβουν από το άλογο. Ο Τσιώτης αμέσως κατέβηκε και τον πλησίασε λιγάκι, ο φαντάρος του είπε να σταματήσει στα τρία μέτρα και διέταξε να κατέβει και η γυναίκα από το άλογο.

«Είναι γκαστρωμένη κι έχει πρόβλημα μωρέ πατριώτη! Βιαζόμαστε να φτάσουμε γρήγορα στο Φιλιάτι να τη δει γιατρός» του είπε ο Τσιώτης.
«Δεν με ενδιαφέρει. Να κατέβει αμέσως. Έτσι λένε οι εντολές» διέταξε ο στρατιώτης.

Ο Τσιώτης γύρισε για να την βοηθήσει να κατέβει, πλησίασε όμως ένας δεκανέας και του είπε «άφησέ την  πάνω στο άλογο και ελάτε στη σκηνή» και έδειξε μια σκηνή που είχε στηθεί στην άλλη πλευρά της γέφυρας κι απ’ έξω είχε μια ταμπέλα που έλεγε «Διοικητήριο». «Πότε πρόλαβαν και έστησαν κιόλας το Διοικητήριο;» αναρωτήθηκε ο Τσιώτης και αμέσως κατάλαβε ότι δεν θα ξεμπέρδευαν εύκολα με αυτούς. Η Εμινέ έμεινε πάνω στον Ντορή που περνούσε την ξύλινη γέφυρα με μεγάλη προσοχή. Μόλις πάτησαν γη ο δεκανέας φώναξε δυνατά «Βουλτσίδηηηη!» και αμέσως βγήκε από τη διπλανή σκηνή, που απ’ έξω είχε ένα κόκκινο σταυρό, ένας ηλικιωμένος στρατιωτικός που φορούσε άσπρη μπλούζα.

«Γιατρέ, η γυναίκα είναι γκαστρωμένη και έχει πρόβλημα» είπε ο δεκανέας. Ο γιατρός  βοήθησε τη γυναίκα να κατέβει από το άλογο και την έβαλε μέσα στη σκηνή. Τον Τσιώτη δεν τον άφησαν να μπει μέσα. «Τι θα της κάνετε;» φώναξε ο Τσιώτης σχεδόν ουρλιάζοντας, αλλά ο γιατρός τον καθησύχασε. «Μη φοβάσαι, θα δούμε αν είναι σοβαρή η κατάσταση» του είπε και συμπλήρωσε «το Φιλιάτι είναι μακριά και μπορεί όταν φτάσετε να είναι αργά».

Ο δεκανέας κάθισε έξω και έβγαλε από τη τσέπη του ένα τσιγάρο. Ο Τσιώτης τον κοίταξε με πόνο και ανησυχία, αυτός αμέσως κατάλαβε, του έδωσε το τσιγάρο κι έβγαλε άλλο για τον εαυτό του και του είπε. «Μη φοβάσαι. Είναι ο καλύτερος γιατρός που έχουμε. Είναι σχεδόν είκοσι χρόνια στρατιωτικός γιατρός. Έχουν δει πολλά τα μάτια του και ξέρει».

Πράγματι ο Χρήστος Βουλτσίδης, ο γιατρός, είδε και κατάλαβε. Γεννημένος στη Βάρνα της Βουλγαρίας, κυνηγημένος εκεί πέρα ο ίδιος και η οικογένεια του από τους Τούρκους, έφτασαν στην ελεύθερη Ελλάδα το 1882 και εγκαταστάθηκαν στον Αλμυρό της Θεσσαλίας, ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση του. Είχαν δει πολλά τα μάτια του και αμέσως διαπίστωσε ότι η γυναίκα δεν είχε πρόβλημα με την εγκυμοσύνη, κατάλαβε πως είναι Τουρκάλα και προσπαθούσαν να περάσουν το ποτάμι επειδή φοβόταν για τη ζωή τους. Φώναξε τον δεκανέα και του είπε να φέρει αμέσως το λοχαγό. Ο δεκανέας γύρισε προς το «Διοικητήριο» και φώναξε «λοχαγέ Σταματάκηηηη!» και αμέσως βγήκε έξω ένας ψηλός και γεροδεμένος ψαρομάλλης στρατιωτικός, με ένα μεγάλο μουστάκι να κρέμεται πάνω από τα χείλη του. Είχαν και στα μέρη τους οι άντρες μουστάκια, αλλά πρώτη φορά ο Τσιώτης είδε τόσο μεγάλο. Πρώτη φορά είδε και Κρητικό ζωσμένο με μαχαίρι κι αμέσως κατάλαβε ότι μέχρι εδώ ήταν η ζωή της Εμινέ και του γιου του που είχε στην κοιλιά της. Ο λοχαγός πλησίασε προς τη σκηνή κι ο Τσιώτης έπεσε στα γόνατα λέγοντας ικετευτικά. «Λοχαγέ σε παρακαλώ, μη, την αγαπάω πολύ, είναι η γυναίκα μου». Ο λοχαγός που πολέμησε τους Τούρκους στην Κρήτη μέχρι την απελευθέρωση της το 1898, δεν σταμάτησε να κυνηγάει με τον Ελληνικό Στρατό και να σκοτώνει Τούρκους, κοντά δεκαπέντε χρόνια τώρα. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Τσιώτη, έφερε το χέρι του στη θήκη με το μαχαίρι και μπήκε μέσα στη σκηνή που ήταν η Εμινέ με τον γιατρό.

Ο ίδιος απέξω παρακαλούσε το Θεό να μην της κάνουν κακό και αμέσως μετά, αν της κάνουν, τουλάχιστον να μην πονέσει πολύ. Πέρασε λίγη ώρα και από τη σκηνή δεν ακουγόταν τίποτα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του όταν είδε πρώτα τον λοχαγό και μετά τον γιατρό να βγαίνουν από τη σκηνή. «Σήκω και έλα στο Διοικητήριο» του είπε αυστηρά ο λοχαγός. Σηκώθηκε και με βαριά βήματα τους ακολούθησε. Σε λίγο ο Τσιώτης έβγαινε από το Διοικητήριο με ένα χαρτί που είχε σφραγίδες του Ελληνικού Στρατού και ήταν υπογραμμένο από τον λοχαγό, που έλεγε ότι «όποιος πειράξει τη γυναίκα του Τσιώτη Νάση θα έχει να κάνει με τον Ελληνικό Στρατό και προσωπικά με τον λοχαγό Σταματάκη».

Ο Ελληνικός Στρατός δεν απελευθέρωνε την Ήπειρο από τους Τούρκους για να δημιουργήσει πρόβλημα στους Έλληνες, αλλά για να ζήσουν μέσα σε ειρήνη με όσους Τούρκους επέλεγαν να μείνουν στην ελεύθερη Ελλάδα.

Σε περίπου πέντε εβδομάδες, στο καφενείο του Σεβαστού, ο Τσιώτης άκουσε ότι ο Ελληνικός Στρατός είχε μπει θριαμβευτής στα Γιάννενα και όλη η Ήπειρος ήταν πια ελεύθερη. 


Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο: Paramythia-online 
Το βρήκαμε στο forum εκπ/κών Θεσπρωτίας

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ
Στο βίντεο που ακολουθεί μπορείτε να δείτε ένα ντοκιμαντέρ για την απελευθέρωση της Παραμυθιάς το 1913, πριν 100 χρόνια, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
Η εξιστόρηση των γεγονότων από την μάχη της Σκάλα της Παραμυθιάς μέχρι την ημέρα της εισόδου του Ελληνικού στρατού στη πόλη, στις 23/02/1913, σε μια παραγωγή της paramythia-online.gr