Posted: 23 Jun 2012 09:30 AM PDT
Οι επίσημες καταγγεγραμένες καταρριψεις τουρκικών αεροσκαφων από ελληνικά μαχητικα
 Ασύμμετρος πόλεμος.
Πώς θα μπορέσει η Ελλάδα να εξουδετερώσει τα γεωπολιτικά της μειονεκτήματα στην περίπτωση ενός πολέμου με την Τουρκία;
Αιέν Υψικρατείν
“Πτώσεις” τουρκικών αεροσκαφών στο Αιγαίο (Εις μνήμην Σμηναγού (Ι) Κωνσταντίνου Ηλιάκη)
Στον ακήρυκτο πόλεμο που διεξάγεται συνεχώς εδώ και τρεις δεκαετίες στους ουρανούς του Αιγαίου και οι δύο πλευρές μετρούν απώλειες.
Από τη μία πλευρά, η Ελλάδα, όμηρος του “φοβικού συνδρόμου”, καλείται να υπερασπιστεί τον Εθνικό Εναέριο Χώρο με άρτια εξοπλισμένη Πολεμική Αεροπορία και άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό. Από την άλλη, η αναθεωρητική Τουρκία αμφισβητεί μονομερώς και βασιζόμενη στην ποσοτική υπεροπλία της επιχειρεί την αλλαγή του status quo με σαφώς επιθετικές ενέργειες από αεροπόρους που διακρίνονται κάθε άλλο παρά για τον επαγγελματισμό τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι τουρκικές αποστολές σε ΝΑΤΟικές ασκήσεις κατατάσσονται σταθερά στις τελευταίες θέσεις ενώ στις “μάχες” πάνω από το Αιγαίο ηττούνται κατά κράτος. Χαρακτηριστικό του φόβου των Τούρκων αεροπόρων όταν εισέρχονται στον ελληνικό ΕΕΧ είναι το περιστατικό όταν πέταξε για πρώτη φορά το Mirage F-1CG σε νυχτερινή αναχαίτιση τουρκικού F-4E. Μόλις ο Τούρκος χειριστής αντιλήφθηκε τη παρουσία του ελληνικού αεροσκάφους άρχιζε να φωνάζει έντρομος στη συχνότητα κινδύνου “UFO, UFO”!- H μοναδική επίσημα καταγγεγραμένη κατάρριψη τουρκικών α/φων από ελληνικά έλαβε χώρα στις 22 Ιουλίου 1974, όταν το F-5 (#63-8414) με χειριστή τον Υποσμηναγό Ι.Δ. και No2 του σχηματισμού τον Ανθυποσμηναγό Θ.Σ. (#66-9137) κατέρριψε με βολή ΑΑ βλήματος τύπου AIM-9B ένα τουρκικό F-102Α και έτρεψε σε φυγή ένα δεύτερο (το οποίο κατέπεσε επίσης από έλειψη καυσίμου, πρίν προσγειωθεί στη βάση του).
- Παρόμοιο περιστατικό σημειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 όταν μετά από αερομαχία κατέπεσαν δύο τουρκικά F-104G (το ένα από έλλειψη καυσίμου, το άλλο από απώλεια προσανατολισμού) από ελληνικά F-4E της 337Μ.
- Στις 18 Ιουνίου 1992 κατά την διάρκεια αναγνώρισης τουρκικών F-16 από δύο ελληνικά F-1CG, o Yποσμηναγός Νικόλαος Σιαλμάς εμπλέκεται σε αερομαχία με F-16 του χειριστή Ilhan Filiz και συντρίβεται.- Στις 8 Φεβρουαρίου 1995 κατά την διάρκεια αναγνώρισης που εξελίχθηκε σε αερομαχία ελληνικό Mirage F-1CG με χειριστή τον έμπειρο Η.Τ. “υποχρέωσε” τον Τούρκο Υποσμηναγό Yilderim σε βίαιο ελιγμό σε χαμηλό ύψος και απώλεια στήριξης με αποτέλεσμα το F-16C Block40 (#91-0021) της 192Μ να συντριβεί 15 νμ ΝΑ της Ρόδου. Πρόφτασε όμως να εγκαταλείψει και διασώθηκε από ελικόπτερο AB 205 της Eλληνικής Πολεμικής Aεροπορίας και μεταφέρθηκε στη Pόδο. O Tούρκος πιλότος μεταφέρθηκε στην Tουρκία και παραδόθηκε στις τουρκικές αρχές.
- Στις 28 Δεκεμβρίου 1995 σύμφωνα με τότε δημοσίευμα των ΝΕΩΝ “έξι λεπτά μέσα στα οποία τα ελληνικά F16 ‘κέρδισαν’ δύο φορές τα τουρκικά Φάντομ, διήρκεσαν οι σκληρές αερομαχίες, που προηγήθηκαν της πτώσης ενός από τα αεροσκάφη της γειτονικής χώρας, χθες 9 μίλια νοτιοδυτικά της Λέσβου. Τα δύο τουρκικά αεροσκάφη που λίγο νωρίτερα είχαν παραβιάσει προκλητικά τον εθνικό εναέριο χώρο πετώντας, με πλήρη οπλισμό και πάνω απ’ τη νήσο Χίο, αναγνωρίστηκαν και αναχαιτίστηκαν από δύο ελληνικά F16, που μπλόκαραν τους ‘εισβολείς’ στην περιοχή μεταξύ Χίου-Λέσβου“. Ο πιλότος του τουρκικού F-4E (#67-0301) της 112Μ δεν βρέθηκε και ο συγκυβερνήτης Ogur Kilar μεταφέρθηκε με ελληνικό ελικόπτερο σε νοσοκομείο της Σμύρνης 90 λεπτά μετά την πτώση. Ο Υποσμηναγός Γ.Θ. του ελληνικού F-16C Block 30 παρασημοφορήθηκε λίγες μέρες μετά…
– Στις 8 Oκτωβρίου 1996, δύο ελληνικά Mirage 2000ΕG της 331ΜΠΚ/114ΠΜ απογειώθηκαν για να αναχαιτίσουν τουρκικό σχηματισμό τεσσάρων F-4 και δύο F-16 που είχαν παραβιάσει τον ελληνικό εναέριο χώρο στην περιοχή της Xίου. Eνα τουρκικό διθέσιο F-16D (#91-0023) κατέπεσε, με αποτέλεσμα να φονευθεί ο ένας πιλότος.
Πληροφορίες ήθελαν τον νεκρό πιλότο Nail Erdogan να είναι Ισραηλινόςενώ ο δεύτερος χειριστής Osman Cıceklı εγκατέλειψε επιτυχώς και διεσώθη από ελικόπτερο AB-205 της 358 ΜΕΔ.Eπτά χρόνια αργότερα, δημοσίευμα στο Τύπο αναφέρει ότι το ελληνικό Μirage 2000EG με χειριστή τον Θ. Γ. εξαπέλυσε πύραυλο καταρρίπτοντας το τουρκικό, γεγονός το οποίο φέρεται να επιβεβαίωσε έμμεσα ο Έλληνας ΥΕΘΑ Γ. Παπαντωνίου. (Mετά την επιστροφή του Θ.Γ. στη αεροπορική βάση της Τανάγρας, διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε ο πύραυλος R.550 Magic Μk2 στο δεξί φτερό…)
- Στις 23 Μαϊου 2006 το τουρκικό F-16C Block50 (#93-0684) με χειριστή τον Υποσμηναγό Halil Ibrahim Ozdemir εκτελώντας βίαιους ελιγμούς συγκρούστηκε με ελληνικό F-16C Block52+ (#514) νοτίως της Καρπάθου, οδηγώντας στο θάνατο τον Σμηναγό (Ι) Κωνσταντίνο Ηλιάκη. δημοσιεύτηκε στο STRATEGY-GEOPOLITICS.blogspot.com

|
Posted: 12 May 2012 10:59 PM PDT
Τα μαχητικά οδηγούν την κούρσα των εξοπλισμών.---
Τα μαχητικά αεροπλάνα αντιστοιχούν στο ένα τρίτο του συνόλου των παγκόσμιων πωλήσεων όπλων, με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην κορυφή της λίστας των πωλητών και την Ινδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ, να είναι οι μεγάλοι αγοραστές, σύμφωνα με το σουηδικό think tank SIPRI.- Σε μια έκθεση που δημοσιεύτηκε προ ημερών, το ανεξάρτητο σουηδικό ινστιτούτο προειδοποίησε ότι η αύξηση των πωλήσεων των μαχητικών αεροσκαφών θα μπορούσαν να έχει αποσταθεροποιητικό αντίκτυπο σε πολλά μέρη του κόσμου.
Μεταξύ των ετών 2005 και 2009, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πωλήσει 341 μαχητικά αεροσκάφη, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση από τα 286 αεροπλάνα που πωλήθηκαν κατά την προηγούμενη πενταετία, ενώ η Ρωσία πώλησε 219 αεροπλάνα, με 331 την προηγούμενη πενταετία, ενώ η Γαλλία πώλησε 75 μαχητικά, 58 την προηγούμενη πενταετία.
Μόνο 11 από τις χώρες του κόσμου περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των παραγωγών μαχητικών αεροσκαφών: οι Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Σουηδία, Ινδία και η Ιαπωνία, ενώ η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Βρετανία είναι παραγωγοί ως μέρος της κοινοπραξίας Eurofighter.
Ωστόσο, ο κατάλογος των αγοραστών είναι πολύ μεγαλύτερος.
Κατά τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου, περισσότερες από 50 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Αλγερίας (32), Μπαγκλαντές (16), Ισραήλ (82), Ιορδανία (36), Πακιστάν (23), η Συρία (33), Βενεζουέλα (24), Χιλή ( 28), Πολωνία (48), Κίνα (45) και Υεμένη (37), αγόρασαν συνολικά 995 νέα και μεταγχειρισμένα μαχητικά αεροσκάφη.
Η Ινδία αγόρασε τα περισσότερα μαχητικά κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, 115 στον αριθμό.
Η Ινδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ αντιπροσώπευαν την ίδια περίοδο σχεδόν το ένα τρίτο όλων των αγορών μαχητικών και το SIPRI προειδοποιεί, ότι "πολλοί άλλοι εισαγωγείς των μαχητικών αεροσκαφών βρίσκονται σε περιοχές σοβαρών διεθνών εντάσεων."
Ενώ τα μαχητικά αεροσκάφη παρουσιάζονται συχνά ως ένα από τα πιο σημαντικά αμυντικά όπλα για την διατήρηση της ακεραιότητας μιας χώρας, αυτά τα ίδια προσφέρουν στις χώρες που τα έχουν στο δυναμικό την δυνατότητα για μια εύκολη και με ελάχιστη προειδοποίηση βαθιάς επίθεσης σε γειτονικές χώρες.
Σαφή παραδείγματα αυτού, σύμφωνα με το SIPRI, ήταν η ισραηλινή αεροπορική επίθεση στη Συρία το Σεπτέμβριο του 2007 και η ρωσική αεροπορική επίθεση στη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008.
Η απόκτηση μαχητικών αεροσκαφών σαφώς και μπορεί να έχει σοβαρές αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις για τις περιφέρειες του πλανήτη, αναφέρεται στην έκθεση.
Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, τονίζει η έκθεση του SIPRI, ενώ η μεταφορά των βαλλιστικών πυραύλων και των πυραὐλων κρουίζ βρίκεται ψηλά στην ημερήσια διατάξη του ελέγχου των εξαγωγών όπλων, εν μέρει λόγω της ικανότητάς τους να μεταφέρουν πυρηνικά και άλλα όπλα μαζικής καταστροφής, η μεταφορά πυραύλων, ικανών να φέρουν πυρηνικές κεφαλές, από μαχητικά αεροσκάφη, δεν είναι.
Για τις χώρες-παραγωγούς, τα οικονομικά οφέλη από τα αεροπλάνα είναι σημαντικά. Η πραγματική τιμή ενός μαχητικού είναι δύσκολο να εκτιμηθεί και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μπορει να αυξηθεί κατακόρυφα, όπως η περίπτωση του F-35.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραγωγοί προωθούν τις πωλήσεις με κάυε δυνατό μέτρο, διότι συνεπάγονται σημαντικά εισοδήματα στον εθνικό πλούτο και στην εγχώρια απασχόληση.
Για παράδειγμα, η κοινοπραξία Eurofighter εξαργύρωσε για την προσφορά της μεταξύ έξι και επτά δισεκατομμυρίων δολαρίων από την πώληση 72 αεροσκαφών στη Σαουδική Αραβία, ενώ η Αυστραλία κατέβαλλε στις Ηνωμένες Πολιτείες 4,8 δισεκατομμύρια για 24 F/A-18E και η Ινδία 1,5 έως 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια για 40 ρωσικά Su-30MKI.
Τα αστρονομικά ποσά των συμβάσεων εξηγούν τους εξοντωτικούς ανταγωνισμούς για να κερδηθούν οι προσφορές, όπως ο διαγωνισμός στη Βραζιλία, ο οποίος αναμένεται να αποφέρει σε μακροχρόνια βάση περίπου επτά δισεκατομμύρια δολάρια στον νικητή.
|
======================================
ΘΕΣΕΙΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (ΕνΕλ) ΓΙΑ
ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ |  |  |  |
Συντάκτης: K. Βλαχοδήμος, Σ. Γεωργιάδης, Κ. Παύλου, Γ. E. Σέκερης, Σπ.
Ταπίνης, Ι. Τουλουμάκος. Γ. |
Πέμπτη, 26 Απριλίου 2012 12:45
|
Η εξωτερική μας πολιτική αποσκοπεί στη διασφάλιση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων στον διεθνή χώρο. Πρέπει συνεπώς να είναι εντεταγμένη σε μια ευρύτερη εθνική στρατηγική, θέτουσα συγκεκριμένους στόχους και αξιοποιούσα για την επίτευξή τους τις συνιστώσες της εθνικής μας ισχύος – οικονομικές, στρατιωτικές, και πολιτισμικές. Η Ένωση για την Ελλάδα έχει ήδη παρουσιάσει το περίγραμμα μιας τέτοιας εθνικής στρατηγικής. Το παρόν κείμενο εξειδικεύει τις θέσεις της για τον προσανατολισμό της χώρας μας στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, για τις σχέσεις μας, ειδικότερα, με τα γειτονικά μας κράτη, και για τη συμβολή της διπλωματίας και της «ήπιας ισχύος» που μας προσφέρουν ο απόδημος ελληνισμός, η κλασική μας παράδοση, και η Ορθοδοξία, στην εδραίωση της διεθνούς μας παρουσίας.
.......
Α. Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον ένθερμων θιασωτών του ΟΗΕ. Στο υπό διαμόρφωση, ωστόσο, μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον, στο οποίο ο ρόλος του παγκόσμιου οργανισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά στα της κατοχύρωσης της ειρήνης και ασφάλειας, είναι, γενικώς, περισσότερο συμβολικός παρά πραγματικός, η ορθή αυτή τοποθέτησή μας μακράν απέχει του να αρκεί. Αντιθέτως, για την ολοκλήρωση του διεθνούς προσανατολισμού μας απαιτούνται καίριες πρόσθετες επιλογές.
Προφανής, εν πρώτοις, είναι η επιτακτική ανάγκη εδραίωσης της θέσης μας στον ευρω-ατλαντικό κόσμο και ειδικότερα στους δύο θεσμικούς πυλώνες του: το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δυτική μας επιλογή είναι διαχρονική – εγκαινιάσθηκε διαρκούσης της Ελληνικής Επαναστάσεως και συνεχίσθηκε καθ’ όλον σχεδόν τον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα – ανταποκρίνεται δε σε ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού έθνους και κράτους – συμφέροντα ασφαλείας, οικονομικά και πολιτισμικά. Ειδικότερα σε σχέση με την συμμετοχή μας στην ΕΕ, τελευταία εκβάλλονται στον δημόσιο χώρο κραυγές «αγανάκτησης» για την «απώλεια κυριαρχίας» που συνεπιφέρει. Πρόκειται φυσικά για δημαγωγικά τερτίπια. Η ένταξή σε ένα συνομοσπονδιακού τύπου διεθνή οργανισμό όπως η κοινοτική Ευρώπη συνεπάγεται εξ ορισμού για όλους τους εντασσομένους την μεταφορά ορισμένων εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ευρωκοινοτικά όργανα, με αντάλλαγμα τα προσδοκώμενα από την κοινοτική συσσωμάτωση οφέλη. Καθ’ όλη την τελευταία πεντηκονταετία, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ορθότατα κρίνει ότι η χώρα μας έχει επιτακτικό συμφέρον να συμμετέχει στην υπό διαμόρφωση κοινοτική Ευρώπη, αποδεχόμενη, όπως και οι λοιποί εταίροι, την, περιορισμένη άλλωστε – και, ειρήσθω εν παρόδω, ενδεχομένως και ανεπαρκή για την ευόδωση του ευρωκοινοτικού εγχειρήματος –, εκχώρηση κρατικής κυριαρχίας. Υπό τις παρούσες δε συνθήκες, με την κοινοτική αλληλεγγύη να αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας για την οικονομική μας ανάκαμψη, τα περί «εθνικής προδοσίας» φληναφήματα δεν είναι απλώς καταγέλαστα. Στο μέτρο που αποπροσανατολίζουν μια απληροφόρητη κοινή γνώμη, είναι και ιδιαιτέρως επικίνδυνα.
Ενισχύοντας το διεθνές βάρος της Ελλάδος, οι δυτικοί μας δεσμοί διευκολύνουν και την αναγκαία επιδίωξη μιας πολυσχιδούς συνεργασίας της χώρας μας με τις λοιπές μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις: την Ρωσία, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ινδία, την Βραζιλία. Ο ενίοτε προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι ο δυτικός προσανατολισμός μας είναι ασύμβατος με την στόχευση αυτή είναι παντελώς αβάσιμος – όπως άλλωστε σαφέστατα προκύπτει και από την σχετική πρακτική των περισσοτέρων εκ των λοιπών συμμάχων και εταίρων μας.
Ιδιαίτερα προσεκτική πρέπει να είναι η πλοήγηση του εθνικού μας σκάφους στα ταραγμένα μεσανατολικά γεωπολιτικά ύδατα. Η αδικαιολογήτως καθυστερημένη σύσφιγξη των σχέσεων με το Ισραήλ κρίνεται πολλαπλώς σκόπιμη, τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο. Επιβάλλεται όμως να αποφύγουμε και εδώ τις συνήθεις αυτοκαταστροφικές υπερβολές μας, και ειδικότερα ένα δημόσιο θόρυβο δημιουργούντα την εντύπωση ότι η αναγκαία αυτή προσέγγιση στρέφεται εναντίον τρίτων δυνάμεων στην περιοχή, κρατικών ή μη – τόσω μάλλον που η εν προκειμένω στάση των ίδιων των Ισραηλινών είναι χαρακτηριστικά μετρημένη και προσεκτική.
Β. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΕΙΤΟΝΕΣ
Βασικός γνώμονας για τον χειρισμό των συχνά τρικυμιωδών σχέσεών μας με τις όμορές μας χώρες πρέπει να είναι η εποικοδομητική συνεργασία και η ειρηνική επίλυση των όποιων προβλημάτων μας χωρίζουν, στο πλαίσιο μιας νηφάλιας, ολοκληρωμένης περιφερειακής στρατηγικής, και μακράν επιζήμιων λαϊκισμών – με τις ευρωατλαντικές διασυνδέσεις μας να προσφέρονται εν προκειμένω ως πολύτιμη ενίσχυση του διπλωματικού μας οπλοστασίου. Ατυχώς, η μέχρι τούδε μεθόδευση ορισμένων από τις κυριότερες συνιστώσες της περιφερειακής μας αυτής πολιτικής απεδείχθη από αναποτελεσματική έως καταστροφικώς αδέξια, με επακόλουθο ο χρόνος να έχει λειτουργήσει και να εξακολουθεί να λειτουργεί εις βάρος μας. Επί παραδείγματι:
Ο χειρισμός του Σκοπιανού είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Είκοσι δύο χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση της «Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και παρά τη σπατάλη από τις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις άφθονου διπλωματικού κεφαλαίου, η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών του κόσμου, περιλαμβανομένων και όλων των μεγάλων δυνάμεων, έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια ως Δημοκρατία της Μακεδονίας. Από την άλλη, το ελληνικό εθνικό συμφέρον εξακολουθεί να υπαγορεύει τη διατήρηση του αδύναμου αυτού γείτονα ως ενιαίου, αυτόνομου κρατικού φορέα, προκειμένου να αποφευχθεί ο ασύμφορος για τη χώρα μας και γενικότερα για τη βαλκανική σταθερότητα διαμελισμός του επ’ ωφελεία μιας «Μεγάλης Αλβανίας» και μιας «Μεγάλης Βουλγαρίας». Ενδείκνυται επομένως να συνεχισθεί η υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών διαπραγμάτευση για την εξεύρεση μιας λύσης του προβλήματος της ονομασίας, η οποία, αφ’ ενός, δεν θα παρέχει στήριγμα στις όποιες αλυτρωτικές σκοπιανές φαντασιώσεις, και, αφ’ ετέρου, θα διευκολύνει την ένταξη των Σκοπίων στο σταθεροποιητικό ευρωατλαντικό πλέγμα. Κατά τα λοιπά, η απόπειρα Σλάβων της ΠΓΔΜ, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσης κυβερνητικής ηγεσίας, να παραποιήσουν γελοιωδώς την ιστορική πραγματικότητα, διεκδικώντας καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες, πρέπει να αντιμετωπισθεί, μέσω των αρμόδιων επιστημονικών και κοινωνικών φορέων και εν συνεργασία και με την ανά τον κόσμο ομογένεια, στον ακαδημαϊκό και επικοινωνιακό κυρίως χώρο – όπου, κατά τα λοιπά, οι ανιστόρητοι αυτοί ισχυρισμοί προσκρούουν κατά κανόνα στη σκωπτική διάθεση των στοιχειωδώς έστω πληροφορημένων τρίτων, πανεπιστημιακών και άλλων.
Στην Κυπριακή Μεγαλόνησο έχει εμπεδωθεί η διχοτόμηση, χωρίς καν εδαφικά ανταλλάγματα – και με την ένταση στην «πράσινη γραμμή» και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις γενικότερα να συνεχίζεται αμείωτη. Δοθέντος δε ότι ο αρχικός, φυσικός εθνικός μας στόχος – ήτοι η Ένωση ολόκληρης της Κύπρου με την Ελλάδα – αποτελεί πλέον ουτοπία, η από ελληνικής σκοπιάς επιθυμητή υπό τις κρατούσες συνθήκες λύση του Κυπριακού θα ήταν η επανενοποίηση των δύο εθνικών κοινοτήτων υπό ισχυρή κεντρική κυβέρνηση λειτουργούσα επί τη βάσει της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας. Η συγκέντρωση, ωστόσο, του τουρκοκυπριακού στοιχείου στον Βορρά και η εγκατάσταση εκεί επιπροσθέτως μεγάλου αριθμού Τούρκων εποίκων, σε συνδυασμό με τη διαχρονική διχοτομική πολιτική της Άγκυρας, όπως προκύπτει από τη διατήρηση των κατοχικών της δυνάμεων και τη διπλωματική και οικονομική στήριξη που παρέχει στο τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, καθιστούν και αυτή τη λύση πρακτικώς ανέφικτη. Ενώ, οι κατά καιρούς προτάσεις της «διεθνούς κοινότητας» – χαρακτηριστικό εν προκειμένω παράδειγμα το Σχέδιο Ανάν – έχουν ως κοινό γνώρισμα την πολιτειακή αποδυνάμωση των Ελληνοκυπρίων και τη χαλάρωση μέχρι διάρρηξης των δεσμών τους με την μητέρα πατρίδα. Και συνεπώς αντιστρατεύονται τα καλώς εννοούμενα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Καθώς οι Έλληνες της Κύπρου ενδιαφέρουν πρωτίστως την Ελλάδα ως αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εθνικού σώματος και ως ουσιαστική προέκταση της χώρας μας στην Ανατολική Μεσόγειο – όχι απλώς ως περίπτωση προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων και σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Κορυφαία επομένως προτεραιότητα της κυπριακής πολιτικής μας πρέπει να είναι η κατοχύρωση της αυτοτέλειας του ελεύθερου τμήματος της Μεγαλονήσου και η σύσφιγξη των δεσμών του με το εθνικό κέντρο, προκειμένου ο Κυπριακός Ελληνισμός να διατηρήσει αλώβητη την εθνική του ταυτότητα και να προσδεθεί ασφαλώς στο εθνικό του κέντρο. Διό και το επίσημο δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται» είναι εσφαλμένο εκ βάθρων: Αποφάσεις καταλυτικές για τα γενικότερα συμφέροντα της ελληνικής πολιτείας και του ευρύτερου Ελληνισμού δεν νοείται να λαμβάνονται από την Λευκωσία χωρίς προηγούμενη ενδελεχή διαβούλευση με την Αθήνα.
Στο Αιγαίο, όχι μόνο αδυνατούμε επί δεκαετίες να αξιοποιήσουμε τους όποιους υποθαλάσσιους πόρους, αλλά συν τω χρόνω έχουν ανακύψει και πρόσθετες τουρκικές διεκδικήσεις εδαφικού χαρακτήρα. Ενώ τα κυριαρχικά μας δικαιώματα αμφισβητούνται εμπράκτως και συνεχώς. Με την από μέρους μας απλώς επικοινωνιακή και χωρίς πρακτικά αποτελέσματα επίκληση γενικών αρχών δικαίου να συνιστά έμμεση ομολογία γεωπολιτικής χρεωκοπίας και να ενθαρρύνει την αδιαλλαξία της άλλης πλευράς. Ζητούμενο ως εκ τούτου είναι μια πολιτική συνδυάζουσα την στρατιωτική και διπλωματική αποτροπή με έναν ουσιαστικό διάλογο, διεξαγόμενο από πλευράς μας, με βασικό μεν κριτήριο την κατοχύρωση των ζωτικών μας συμφερόντων – τα οποία, σημειωτέον, εν απουσία μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, αλλά και δια τον φόβον του κομματικού κόστους που διακατέχει τους εκάστοτε κυβερνώντες, δεν προσδιορίζονται ούτε καν στις εσωτερικές εμπιστευτικές διαβουλεύσεις μας και σχεδιασμούς – αλλά συγχρόνως και με ειλικρινή διάθεση αναζήτησης αμοιβαίως αποδεκτών λύσεων, συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, για μη ζωτικής φύσης ζητήματα.
Γ. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
Κατ’ εξοχήν αποτελεσματική ήπια μορφή ισχύος είναι η διπλωματία. Και ναι μεν, σήμερα πλέον ασκείται από πλείονες φορείς – πολιτικούς, οικονομικούς, και ακόμη και στρατιωτικούς – πλην όμως επίκεντρό της παραμένει το Υπουργείο Εξωτερικών. Εξ ου και η ανάγκη το τελευταίο αυτό να τύχει της αναγκαίας μέριμνας για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο βαρύ έργο του. Εν προκειμένω επιβάλλεται μεταξύ άλλων:
Η απαλλαγή και της ευαίσθητης αυτής εθνικής υπηρεσίας από το κομματικό άγος.
Ο περιορισμός στο ελάχιστο των πολιτικών προσώπων – στην πραγματικότητα κομματικών εγκαθέτων, συνήθως χωρίς τα στοιχειώδη προσόντα για τις θέσεις που κατέχουν – τους οποίους μεταφέρουν στις αποσκευές τους οι εκάστοτε υπουργοί και των οποίων η παρουσία μόνο προσκόμματα παρεμβάλλει στην σωστή λειτουργία του Υπουργείου.
Δ. ΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΧΩΡΟ
Απόδημος Ελληνισμός, Κλασική Παράδοση, και Ορθοδοξία είναι τρία κρίσιμης σημασίας συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας στον διεθνή χώρο. Ατυχώς η Αθήνα, παρά τις άφθονες περί του αντιθέτου διακηρύξεις της, ελάχιστα έχει πράξει για να τα αξιοποιήσει. Πρόκειται για μείζονα εθνικά θέματα, τα οποία θα αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης εκ μέρους της Επιστημονικής Επιτροπής της ΕνΕλ. Εν αναμονή των σχετικών πορισμάτων, ως στοιχειώδη μέτρα προτείνονται:
Η συγκρότηση ενός αξιοκρατικά στελεχωμένου και διαθέτοντος ευρέα περιθώρια ενεργείας φορέα για την Ομογένεια, ικανού να καταγράψει τις κατά γεωγραφική περιοχή – και κατ’ ουσίαν άγνωστες αυτή τη στιγμή στους «αρμοδίους» εν Ελλάδι – δύναμη, σύνθεση, και ιδιαιτερότητες του Απόδημου Ελληνισμού. Και να προσαρμόσει τους χειρισμούς του εθνικού κέντρου στις ποικίλλουσες κατά τόπους συνθήκες.
Με δεδομένο τον καθοριστικό ρόλο της εκκλησίας στη ζωή των ανά τον κόσμο Αποδήμων και όλως ιδιαίτερα των υπερπόντιων, η στενή συνεργασία με τις κατά τόπους ορθόδοξες αρχές για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας και για την καλλιέργεια της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας στους κόλπους της Ομογένειας, με έμφαση στις νέες γενιές.
Η ανάδειξη ολίγων, αυστηρά επιλεγμένων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων μας σε κέντρα κλασικών σπουδών, με παγκόσμια ακτινοβολία, και με διεθνή επιστημονική συμμετοχή σε επίπεδο καθηγητών, ερευνητών, και φοιτητών. Οι απαιτούμενες πρόσθετες δαπάνες, συγκρινόμενες με τα ποσά που διατίθενται στον χώρο των θετικών επιστημών, είναι ιδιαίτερα χαμηλές.
|
==========================================
ΘΕΣΕΙΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (ΕνΕλ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ |  |  |  |