ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ
Μερικές σκέψεις για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα στον 21ο αιώνα
Συντάκτης: Γεώργιος Ε. Σέκερης
Δευτέρα, 19 Ιουλίου 2010 09:27
Καθ’ όλον τον 19ον αιώνα και το μεγαλύτερο μέρος του 20ου, πατριωτι-σμός σήμαινε πρωτίστως επιδίωξη της εδαφικής επέκτασης της ελληνι-κής επικράτειας. Ορθώς δε, καθώς προείχε η εξασφάλιση των αναγκαίων οικονομικών και γεωπολιτικών συνθηκών, αρχικά για την επιβίωση και εν συνεχεία για την εδραίωσή του νεότευκτου κράτους μας, και παράλ-ληλα η συγκέντρωση στους κόλπους του τού μεγαλύτερου δυνατόν μέ-ρους των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής μας.
Σήμερα, μετά δύο σχεδόν αιώνες ανεξάρτητου εθνικού μας βίου, μόνες εκτός ελληνικών συνόρων συμπαγείς ομάδες ομοεθνών μας είναι: οι 780,000 Έλληνες Κύπριοι – συγκροτημένοι, όμως, σε δική τους, ανεξάρ-τητη πολιτεία. Και οι Βορειοηπειρώτες. Πολλοί από τους οποίους είναι πλέον εγκατεστημένοι στην ίδια την Ελλάδα, όπου, κατά πάσαν βεβαιό-τητα, οι περισσότεροι και θα παραμείνουν. Με την ελληνική εξωτερική πολιτική – ορθότατα, κατά τα λοιπά, τεταγμένη, για γενικότερους εθνι-κούς λόγους, υπέρ της διατήρησης του βαλκανικού εδαφικού καθεστώτος – ως κεντρικό πλέον στρατηγικό στόχο εν σχέσει με τη Βόρειο Ήπειρο, να έχει τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας εκ μέρους των αλβανικών αρχών.
Η ενσωμάτωση αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών έχει, συνεπώς, παύσει να αποτελεί ρεαλιστικό κίνητρο για την περαιτέρω εδαφική μας εξάπλω-ση. Υπέρ της οποίας, όμως, ούτε οικονομικές σκοπιμότητες συνηγορούν πλέον. Τηρουμένων των αναλογιών, οι φυσικοί πόροι της χώρας μας εί-ναι σημαντικότεροι από εκείνους που διαθέτουν κράτη ανήκοντα στην παγκόσμια οικονομική πρωτοπορία, όπως η Ελβετία, η Αυστρία, η Φιν-λανδία – ή το Ισραήλ. Το πρόβλημά μας, συνεπώς, δεν είναι η ανεπάρ-κεια των φυσικών μας πόρων, αλλά η ανεπαρκής αξιοποίησή τους. Ενώ, ενδεχόμενη εδαφική μας επέκταση, χωρίς ποσώς να συμβάλει στην οικο-νομική μας ανάπτυξη – πιθανότατα θα την επιβράδυνε – θα μας επισώ-ρευε βασανιστικά μειονοτικά προβλήματα. Αυτά όλα σε καθαρά θεωρη-τικό, βέβαια, επίπεδο, αφού είναι προφανές ότι, ασχέτως κινήτρων μας, τυχόν απόπειρα προσάρτησης εδάφους ανήκοντος σε γειτονικό μας κρά-τος θα προσέκρουε σε καθοριστικά στρατιωτικά και διεθνοπολιτικά ε-μπόδια.
Εφικτή, όμως – και από γεωπολιτική σκοπιά επιθυμητή – είναι η στενό-τερη πρόσδεση στην μητέρα πατρίδα του Κυπριακού Ελληνισμού. Προ-κειμένου να κατοχυρωθεί η μελλοντική ασφάλεια των αδελφών Κυπρί-ων. Αλλά και να επιτευχθεί η ισχυρή παρουσία της Ελλάδας στην Ανα-τολική Μεσόγειο – και συνακόλουθα και η ενίσχυση του ειδικού βάρους της χώρας μας διεθνώς και ειδικότερα εντός του ευρωατλαντικού και κοινοτικού κόσμου. Υπό το πρίσμα δε αυτό, η σύζευξη σε κοινό με τους Έλληνες πολιτειακό σχήμα των Τούρκων της Μεγαλονήσου – είτε των αρχικών 90.000, είτε, πολύ περισσότερο, των σημερινών 265,000, που είναι και το πιθανότερο ενδεχόμενο – όχι μόνο δεν θα μας προσπόριζε ουσιαστικά οφέλη, αλλά και θα μας δημιουργούσε τεράστια, διαχρονικά προβλήματα.
Γενικότερα: Ένα γνήσιο εθνικό όραμα για τον 21ο αιώνα, ικανό να ε-μπνεύσει και ενεργοποιήσει και τις νέες ελληνικές γενιές, θα έχει ως κορμό μια Ελλάδα συγκαταλεγόμενη ισοτίμως στα προηγμένα κράτη του δυτικού κόσμου – και άρα της υφηλίου – και διαδραματίζουσα ανάλογο ρόλο, τόσο στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ατλαντικής Συμμαχίας, όσο και στο εγγύς γεωπολιτικό μας περιβάλλον, βαλκανικό και μεσογειακό. Και άρα θα επιτάσσει: Να αναμορφώσουμε τον υπερ-τροφικό, αναποτελεσματικό, και εν πολλοίς διεφθαρμένο κρατικό μας οργανισμό. Να αναπτύξουμε σε υγιείς βάσεις τη χωλαίνουσα, τριτοκο-σμικής υφής οικονομία μας. Και να αναβαθμίσουμε την απαράδεκτα υ-ποβαθμισμένη αυτή τη στιγμή εθνική μας παιδεία. Αλλά και να αναδεί-ξουμε και καλλιεργήσουμε την οικουμενική διάσταση του Ελληνισμού. Αφενός, αξιοποιώντας την, επί μακρόν αγνοημένη ή αντικείμενο-θύμα κομματικού φατριασμού, ελληνική διασπορά. Και, αφετέρου, προβάλλο-ντας τη διαχρονική πνευματική κληρονομιά μας, με τη δημιουργία στη χώρα μας παγκόσμιας ακτινοβολίας κέντρων μελέτης του κλασικού και του βυζαντινού πολιτισμού – σε αντιδιαστολή με μια παραδοσιακή μου-σειακή προσέγγιση του πολιτιστικού μας παρελθόντος, η οποία μας κα-θηλώνει στον γραφικό ρόλο του φύλακα αρχαιοτήτων. (Που ούτε σε αυ-τόν, άλλωστε, κατορθώνουμε να ανταποκριθούμε ικανοποιητικά.)
Καίριο μέρος μιας τέτοιας εθνικής στρατηγικής θα αποτελέσει, βέβαια, και η στρατιωτική της συνιστώσα. Με τις ένοπλες δυνάμεις μας να επω-μίζονται διττή αποστολή. Ήτοι, να λειτουργούν ως αξιόπιστη δύναμη α-ποτροπής – εν απουσία πλέον σοβαρής στρατιωτικής απειλής εκ Βορρά, κυρίως έναντι της Τουρκίας, και για όσο διάστημα οι διαφορές μας με την Άγκυρα θα παραμένουν άλυτες και οξείες. Και, συγχρόνως, να συμ-μετέχουν αποτελεσματικά στις κοινές στρατιωτικές δραστηριότητες του δυτικού κόσμου. Μολονότι δε περιορισμένου, κατ’ ανάγκην, μεγέθους – τυχόν επιδίωξη ισοδυναμίας με μια στρατοκρατούμενη χώρα, όπως η Τουρκία, διαθέτουσα επταπλάσιο πληθυσμό και τετραπλάσιο ΑΕΠ σε σύγκριση με τη δική μας, θα ήταν χιμαιρική – στρατός ξηράς, ναυτικό, και αεροπορία μας θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από υψηλότατο βαθμό επαγγελματισμού και να διαθέτουν τον πλέον σύγχρονο και προσαρμο-σμένο στη διττή αυτή αποστολή τους εξοπλισμό. Κάτι που συνεπάγεται οικονομικό κόστος δυσβάστακτο, υπό τις παρούσες ιδίως συνθήκες – πλην όμως αναπόφευκτο, αν θέλουμε να παραμείνουμε μάχιμο έθνος-κράτος.
Το κυρίως ζητούμενο, ωστόσο, είναι η διατήρηση και τόνωση του αι-σθήματος εθνικής κοινότητας των Ελλήνων. Πέραν από τις διαφορές ε-κτιμήσεων για συγκεκριμένες οικονομικές ή άλλες επιλογές – όπως, επί παραδείγματι, ο βαθμός και οι μορφές παρέμβασης του κράτους στην οι-κονομία, οι σχέσεις του κράτους με την Εκκλησία, η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, ή ακόμη και οι διεθνοπολιτικοί μας χειρισμοί – που εί-ναι καθόλα θεμιτές, και μάλιστα αναπόφευκτες σε μια δυναμικά εξελισ-σόμενη κοινωνία, τα όσα έχουμε κοινά ως λαός και έθνος είναι απείρως σημαντικότερα. Το επώδυνο ρήγμα που για ένα διάστημα είχε προκαλέ-σει στο εθνικό μας σώμα ο σοβιετοκίνητος κομμουνισμός, εν ονόματι μιας ξένης προς την ελληνική πραγματικότητα πάλης των τάξεων και ε-νός ψευδεπίγραφου διεθνισμού στην υπηρεσία μιας εχθρικώς διακείμενης έναντι των εθνικών μας συμφερόντων μεγάλης δύναμης, έχει πλέον ε-κλείψει. Πρέπει δε να μεριμνήσουμε ώστε να μην παραχωρήσει τη θέση του σε νέες, διχαστικές διαχωριστικές γραμμές – ή, ακόμη χειρότερο, σε έναν γενικευμένο εθνικό ωχαδερφισμό, που δυστυχώς συνεχώς κερδίζει έδαφος.